PDF - Οικονομική Γεωγραφία PDF
Document Details

Uploaded by IdyllicFreeVerse8737
Tags
Summary
Αυτό το έγγραφο διερευνά τις θεωρίες της οικονομικής γεωγραφίας από τους Von Thünen και Weber. Εξετάζει τις βασικές αρχές, τα κοινά σημεία και τις διαφορές τους. Επιπλέον, εξετάζει τη σημασία του κόστους μεταφοράς και επικοινωνίας.
Full Transcript
ΜΕΡΟΣ Α' - ΘΕΜΑ 1 Ερώτηση: Ποια είναι τα κοινά σημεία (αν υπάρχουν) και ποιες οι διαφορές (αν υπάρχουν) μεταξύ της προσέγγισης του Von Thünen και του υποδείγματος του Weber ως προς το ζήτημα του τόπου εγκατάστασης; Θα μπορούσε να θεωρηθεί η Συμπεριφορική (ή Μηχανιστική) προσέγγιση ως απόλυτα αλλη...
ΜΕΡΟΣ Α' - ΘΕΜΑ 1 Ερώτηση: Ποια είναι τα κοινά σημεία (αν υπάρχουν) και ποιες οι διαφορές (αν υπάρχουν) μεταξύ της προσέγγισης του Von Thünen και του υποδείγματος του Weber ως προς το ζήτημα του τόπου εγκατάστασης; Θα μπορούσε να θεωρηθεί η Συμπεριφορική (ή Μηχανιστική) προσέγγιση ως απόλυτα αλληλένδετη θεωρία με την προσέγγιση του Von Thünen ή με την υπόθεση του Weber; Αν ναι, με ποια από τις δύο και γιατί; Η ανάλυση της εγκατάστασης μιας δραστηριότητας στον χώρο αποτελεί κεντρικό ζήτημα της οικονομικής γεωγραφίας, και δύο από τις πιο θεμελιώδεις θεωρίες σε αυτό το πεδίο είναι αυτές του Von Thünen και του Weber. Αν και οι δύο προσεγγίσεις εξετάζουν το ίδιο ζήτημα, οι βασικές αρχές τους, οι παραδοχές τους και οι εφαρμογές τους παρουσιάζουν τόσο ομοιότητες όσο και σημαντικές διαφορές. Ο Von Thünen επικεντρώνεται στη χωρική οργάνωση της γεωργικής παραγωγής γύρω από μια κεντρική αγορά. Θεωρεί ότι ο χώρος είναι ομοιογενής, επίπεδος και χωρίς εμπόδια, και ότι το βασικό κριτήριο για την επιλογή της θέσης μιας καλλιέργειας είναι το κόστος μεταφοράς σε σχέση με την αξία του προϊόντος. Οι καλλιέργειες οργανώνονται σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από την αγορά, με προϊόντα υψηλής αξίας και χαμηλού κόστους μεταφοράς να βρίσκονται πλησιέστερα στην αγορά (π.χ., λαχανικά), ενώ προϊόντα χαμηλότερης αξίας και υψηλού κόστους μεταφοράς (π.χ., δημητριακά) βρίσκονται σε μεγαλύτερη απόσταση. Από την άλλη πλευρά, ο Weber προσεγγίζει το ζήτημα από τη σκοπιά της βιομηχανικής παραγωγής. Το υπόδειγμά του επικεντρώνεται στον εντοπισμό του βέλτιστου σημείου εγκατάστασης μιας βιομηχανικής μονάδας, λαμβάνοντας υπόψη τρεις βασικούς παράγοντες: το κόστος μεταφοράς πρώτων υλών και προϊόντων, το κόστος εργασίας και τις οικονομίες συγκέντρωσης. Ο Weber υποθέτει ότι η βιομηχανία πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ αυτών των παραγόντων για να ελαχιστοποιήσει το συνολικό κόστος παραγωγής και μεταφοράς. Παρά τις διαφορετικές εφαρμογές και εστιάσεις τους, οι δύο θεωρίες παρουσιάζουν κοινά σημεία. Αμφότερες υποθέτουν έναν ομοιογενή γεωγραφικό χώρο (όπου δεν υπάρχουν φυσικά εμπόδια, όπως βουνά ή ποτάμια), εξετάζουν τη σχέση μεταξύ τοποθεσίας και κόστους, και δίνουν μεγάλη έμφαση στο κόστος μεταφοράς ως καθοριστικό παράγοντα για την επιλογή θέσης. Επιπλέον, και οι δύο θεωρίες προϋποθέτουν ότι οι οικονομικοί δρώντες είναι πλήρως ορθολογικοί, λαμβάνοντας αποφάσεις που μεγιστοποιούν το κέρδος ή ελαχιστοποιούν το κόστος. Ωστόσο, υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Ο Von Thünen επικεντρώνεται αποκλειστικά στον γεωργικό τομέα, ενώ ο Weber ασχολείται με τη βιομηχανική παραγωγή. Επίσης, ο Von Thünen θεωρεί ότι η απόφαση για τη θέση εξαρτάται αποκλειστικά από το κόστος μεταφοράς, ενώ ο Weber εισάγει πρόσθετους παράγοντες, όπως το κόστος εργασίας και τις οικονομίες συγκέντρωσης. Τέλος, η θεωρία του Von Thünen βασίζεται σε μια συγκεκριμένη χωρική διάταξη (ομόκεντροι κύκλοι), ενώ η θεωρία του Weber δεν επιβάλλει συγκεκριμένη δομή στον χώρο. Όσον αφορά τη Συμπεριφορική (ή Μηχανιστική) προσέγγιση, αυτή εστιάζει στις πραγματικές αποφάσεις των οικονομικών δρώντων, λαμβάνοντας υπόψη την αβεβαιότητα, την περιορισμένη ορθολογικότητα και την ψυχολογία των επιχειρηματιών. Με βάση αυτή την προσέγγιση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι συνδέεται περισσότερο με τη θεωρία του Weber, καθώς και οι δύο εξετάζουν τη βιομηχανική δραστηριότητα και τη λήψη αποφάσεων σε ένα πιο περίπλοκο και πολυδιάστατο περιβάλλον. Αντίθετα, η θεωρία του Von Thünen είναι πιο αυστηρή και μηχανιστική, περιορίζοντας την ερμηνεία της σε έναν ιδανικό κόσμο με πλήρως ορθολογικούς δρώντες. Συνοψίζοντας, η θεωρία του Von Thünen και το υπόδειγμα του Weber αποτελούν θεμελιώδεις προσεγγίσεις για την κατανόηση της χωρικής κατανομής της οικονομικής δραστηριότητας. Παρά τις διαφορές τους, και οι δύο παρέχουν χρήσιμα εργαλεία για την ανάλυση τόσο του γεωργικού όσο και του βιομηχανικού χώρου, ενώ η Συμπεριφορική προσέγγιση συνδέεται περισσότερο με το υπόδειγμα του Weber λόγω της πολυπλοκότητας και της εστίασής της στη λήψη αποφάσεων. ΜΕΡΟΣ Α' - ΘΕΜΑ 2 Ερώτηση: Η σύνδεση του κόστους μεταφοράς προϊόντων και του κόστους επικοινωνίας κατά το πρώτο και το δεύτερο εξεταστικό στάδιο σύμφωνα με τη θεωρία του R. Baldwin και οι συνέπειές της. Ποιο κόστος απόστασης αναμένεται να επηρεαστεί κατά το τρίτο εξεταστικό στάδιο σύμφωνα με τη θεωρία του R. Baldwin και τι συνέπειες αναμένεται να έχει; Ο R. Baldwin προσδιορίζει τρία εξελικτικά στάδια στη σχέση μεταξύ κόστους μεταφοράς και κόστους επικοινωνίας και εξετάζει πώς αυτά επηρεάζουν τη γεωγραφική κατανομή της παραγωγής και της κατανάλωσης. Στο πρώτο στάδιο (Pre-globalization), το κόστος μεταφοράς είναι πολύ υψηλό, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα διακίνησης προϊόντων σε μεγάλες αποστάσεις. Οι παραγωγικές δραστηριότητες τείνουν να είναι τοπικές και αυτοτελείς, ενώ οι αγορές είναι κατακερματισμένες. Το κόστος επικοινωνίας είναι σχετικά χαμηλό, καθώς η επικοινωνία πραγματοποιείται κυρίως σε τοπικό επίπεδο. Στο στάδιο αυτό, οι οικονομίες είναι κλειστές και βασίζονται στη γεωγραφική εγγύτητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Στο δεύτερο στάδιο (Globalization), το κόστος μεταφοράς μειώνεται σημαντικά λόγω τεχνολογικών καινοτομιών (όπως οι σιδηρόδρομοι, τα πλοία και οι οδικές υποδομές). Αυτό επιτρέπει την αποκέντρωση της παραγωγής και τη μεταφορά αγαθών σε μεγάλες αποστάσεις, οδηγώντας στην ανάπτυξη των διεθνών αγορών. Το κόστος επικοινωνίας παραμένει σημαντικό, αλλά μειώνεται σταδιακά με την εισαγωγή μέσων όπως το τηλέφωνο και το ταχυδρομείο. Οι πολυεθνικές εταιρείες αρχίζουν να αναπτύσσονται, συνδέοντας διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Στο τρίτο στάδιο (Post-globalization), το κόστος μεταφοράς είναι σχεδόν αμελητέο, χάρη στις ψηφιακές τεχνολογίες και την αυτοματοποίηση. Το κόστος επικοινωνίας μειώνεται σε μηδενικά επίπεδα, χάρη στο διαδίκτυο, τα δίκτυα δεδομένων και τις ψηφιακές πλατφόρμες. Αυτό οδηγεί σε μια νέα παγκόσμια οικονομία, όπου η παραγωγή μπορεί να αποκεντρωθεί ακόμα περισσότερο, μεταφέροντας δραστηριότητες σε περιοχές με χαμηλότερο κόστος εργασίας. Οι συνέπειες αυτών των αλλαγών είναι σημαντικές. Στο τρίτο στάδιο, η παραγωγή και η κατανάλωση αποσυνδέονται γεωγραφικά, με τις επιχειρήσεις να κατανέμουν τις δραστηριότητές τους παγκοσμίως. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ περιοχών, καθώς οι περιοχές με υψηλό κόστος εργασίας χάνουν παραγωγικές δραστηριότητες. ΜΕΡΟΣ Β' - ΘΕΜΑ 1 Ερώτηση: Έστω ότι δύο επιχειρήσεις (Α και Β) έχουν ίδια κόστη παραγωγής και τα ίδια ανά μονάδα κόστη μεταφοράς (ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται στον χώρο), η ζήτηση των καταναλωτών είναι πλήρως ανελαστική και καταναλώνουν μία σταθερή ποσότητα ανά χρονική περίοδο ανεξαρτήτως της τιμής, επιλέγοντας να αγοράσουν το προϊόν από την έδρα της επιχείρησης που βρίσκεται πιο κοντά τους. Εξηγήστε πώς επηρεάζουν οι παράγοντες κόστους και θέσης την ισορροπία στον χώρο των δύο επιχειρήσεων, τόσο στη βραχυχρόνια όσο και στη μακροχρόνια περίοδο. Ποιες θα είναι οι διαφορές μεταξύ της αρχικής ισορροπίας και της τελικής θέσης ισορροπίας; Στην παρούσα ερώτηση, οι δύο επιχειρήσεις (Α και Β) λειτουργούν σε έναν γραμμικό χώρο (π.χ., έναν δρόμο), όπου οι καταναλωτές είναι πλήρως ανελαστικοί στη ζήτησή τους, δηλαδή καταναλώνουν σταθερή ποσότητα προϊόντος ανεξαρτήτως κόστους. Το μόνο κριτήριο με βάση το οποίο επιλέγουν από ποια επιχείρηση θα αγοράσουν είναι η απόσταση από την επιχείρηση, καθώς το κόστος μεταφοράς αυξάνει τη συνολική τιμή για τον καταναλωτή. Αρχικά, στη βραχυχρόνια περίοδο, οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε προκαθορισμένες θέσεις στον χώρο και δεν μπορούν να μετακινηθούν. Στο σενάριο αυτό, οι δύο επιχειρήσεις εξυπηρετούν τους πελάτες που βρίσκονται εγγύτερα σε αυτές. Η ζώνη επιρροής της κάθε επιχείρησης καθορίζεται από τη γραμμή που βρίσκεται στο μέσο της απόστασης μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, αν η επιχείρηση Α βρίσκεται στο σημείο 0 και η επιχείρηση Β στο σημείο 10, τότε η γραμμή διαχωρισμού των ζωνών επιρροής είναι το σημείο 5. Όλοι οι καταναλωτές από το 0 έως το 5 θα αγοράσουν από την επιχείρηση Α, ενώ από το 5 έως το 10 θα αγοράσουν από την επιχείρηση Β. Στη μακροχρόνια περίοδο, οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν στον χώρο. Στόχος τους είναι να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους, δηλαδή να εξυπηρετήσουν περισσότερους καταναλωτές. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μετακίνηση προς τη γραμμή διαχωρισμού, προσεγγίζοντας το σημείο όπου εξυπηρετείται το μεγαλύτερο πλήθος καταναλωτών. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία, όπου καμία επιχείρηση δεν έχει κίνητρο να μετακινηθεί περαιτέρω, καθώς οποιαδήποτε αλλαγή θα μείωνε το μερίδιο αγοράς της. Η τελική ισορροπία διαφέρει από την αρχική, καθώς στη μακροχρόνια περίοδο οι δύο επιχειρήσεις τείνουν να συγκλίνουν προς το κέντρο του χώρου. Στην παραπάνω περίπτωση, εάν ο χώρος έχει συνολική διάσταση 10 μονάδες, οι δύο επιχειρήσεις θα καταλήξουν σε σημεία κοντά στο 5 (το κέντρο του χώρου), ανταγωνιζόμενες για το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Η βασική διαφορά μεταξύ της βραχυχρόνιας και της μακροχρόνιας ισορροπίας έγκειται στη δυνατότητα μετακίνησης. Στη βραχυχρόνια περίοδο, η τοποθέτηση των επιχειρήσεων είναι δεδομένη και η γραμμή διαχωρισμού εξαρτάται αποκλειστικά από τις αρχικές θέσεις. Αντίθετα, στη μακροχρόνια περίοδο, οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν τις θέσεις τους ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στη ζήτηση των καταναλωτών, οδηγώντας σε μια πιο ανταγωνιστική ισορροπία. ΜΕΡΟΣ Β' - ΘΕΜΑ 2 Ερώτηση: Έστω ότι έχουμε έναν αυτοκινητόδρομο που είναι ευθεία και στον οποίο υπάρχουν: ένας καταναλωτής στο πρώτο χιλιόμετρο (πελάτης Α), ένας στο τρίτο (πελάτης Β), ένας στο τέταρτο (πελάτης Γ), ένας στο πέμπτο (πελάτης Δ) και ένας στο δωδέκατο (πελάτης Ε). Στα άλλα σημεία υποθέτουμε ότι δεν υπάρχουν καταναλωτές. Έστω επίσης ότι μία επιχείρηση παραδίδει το προϊόν στο σπίτι κάποιου πελάτη. Σε ποιο σημείο (χιλιόμετρο) πρέπει να εγκατασταθεί αυτή η επιχείρηση (που δεν έχει ανταγωνιστές) ώστε να ελαχιστοποιήσει το κόστος διανομής; Στην περίπτωση αυτή, ο αυτοκινητόδρομος είναι γραμμικός και οι καταναλωτές βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία κατά μήκος του. Καθώς η επιχείρηση δεν έχει ανταγωνιστές, ο στόχος της είναι να επιλέξει μια τοποθεσία που θα ελαχιστοποιεί το συνολικό κόστος διανομής. Το κόστος αυτό εξαρτάται από την απόσταση μεταξύ της θέσης της επιχείρησης και των σημείων όπου βρίσκονται οι πελάτες. Για να βρούμε τη βέλτιστη τοποθεσία, χρησιμοποιούμε την έννοια του κέντρου βάρους. Το σημείο αυτό υπολογίζεται ως η μέση τιμή των αποστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη "βαρύτητα" κάθε πελάτη, δηλαδή την ποσότητα προϊόντος που καταναλώνει. Στην παρούσα ερώτηση, υποθέτουμε ότι όλοι οι πελάτες καταναλώνουν την ίδια ποσότητα. Τα σημεία όπου βρίσκονται οι πελάτες είναι: 1, 3, 4, 5 και 12. Επομένως, η μέση απόσταση υπολογίζεται ως εξής: