Σημειώσεις Κοινωνική Βιωσιμότητα και Ανθεκτικότητα_Παιδακάκη 2024-25 PDF
Document Details
![ReasonableOrphism2710](https://quizgecko.com/images/avatars/avatar-16.webp)
Uploaded by ReasonableOrphism2710
Harokopio University
Παιδακάκη
Tags
Summary
Οι σημειώσεις περιλαμβάνουν μια εισαγωγή στη βιώσιμη ανάπτυξη, εστιάζοντας στην έννοια της κοινωνικής βιωσιμότητας και αναδεικνύοντας την σημασία της για την πολιτική. Η εργασία ερευνά τις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης και πως αλληλοεπηρεάζονται.
Full Transcript
Βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική βιωσιμότητα Εισαγωγή Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έχει αυξηθεί σε δημοτικότητα και καθοδηγεί τη δράση της δημόσιας πολιτικής προς την οικοδόμηση ενός βιώσιμου κόσμου όπου ευδοκιμούν τόσο οι άνθρωποι όσο και η φύση (Du Pisani, 2...
Βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική βιωσιμότητα Εισαγωγή Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έχει αυξηθεί σε δημοτικότητα και καθοδηγεί τη δράση της δημόσιας πολιτικής προς την οικοδόμηση ενός βιώσιμου κόσμου όπου ευδοκιμούν τόσο οι άνθρωποι όσο και η φύση (Du Pisani, 2006). Ο πρώτος ορισμός της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκεται στη διάσημη έκθεση «Our Common World», γνωστή και ως Έκθεση Brundtland, που υποβλήθηκε από την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (UN's World Commission for Environment and Development, WCED) στα Ηνωμένα Έθνη το 1987. Στο κείμενο, η Επιτροπή Brundtland όρισε την αειφόρο ανάπτυξη ως «την ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες» (WCED, 1987, σ. 43). Από το 1987 και ύστερα, η βιώσιμη ανάπτυξη έχει οριστεί με πολλαπλούς τρόπους (Hopwood et al., 2005). Ωστόσο, η πεμπτουσία της έννοιας έχει παραμείνει η ίδια, με τη βιώσιμη ανάπτυξη να βασίζεται σε τρεις αλληλένδετες διαστάσεις ή πυλώνες: οικονομία, περιβάλλον και κοινωνία. Η οικονομική βιωσιμότητα αναφέρεται στην επιδίωξη ανάπτυξης που παράγει κέρδη χωρίς να επιβαρύνει τους περιβαλλοντικούς πόρους. Ομοίως, η περιβαλλοντική διάσταση επιδιώκει να εξασφαλίσει μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ της χρήσης των φυσικών πόρων από τον άνθρωπο και της ικανότητας των οικοσυστημάτων να αναγεννηθούν. Τέλος, η κοινωνική βιωσιμότητα μεταφράζεται ως η επίτευξη στόχων όπως η δημοκρατία, η κοινωνική συνοχή και η ένταξη, η προώθηση ίσων ευκαιριών και ενός δίκαιου κόσμου για όλους (Dempsey et al., 2011; Duran et al., 2015). Παρά τις ευγενείς προθέσεις των εθνικών κυβερνήσεων να υλοποιήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη μέσω πολιτικών πρωτοβουλιών, η υλοποίηση της κοινωνικής βιωσιμότητας παραμένει εύθραυστη καθώς τα ποσοστά φτώχειας, ανισότητας, πόλωσης και αδικίας συνεχίζουν να αυξάνονται παγκοσμίως. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί μελετητές έχουν τονίσει τη συστημική παραμέληση κοινωνικά βιώσιμων στόχων (π.χ. ευτυχία, ισότητα, κοινοτική ανάπτυξη, δημοκρατία, ενδογενεακή και διαγενεακή δικαιοσύνη, κοινωνική συνοχή) από εκείνους που σχεδιάζουν πολιτικές και είναι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων (Littig and Griessler, 2005; Dempsey et al., 2011; Parra, 2013; Shirazi and Keivani, 2017; Paidakaki and Lang, 2021). Ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας αμέλειας, κοινωνικά φαινόμενα όπως η έλλειψη στέγης έχουν γίνει ακόμη πιο εμφανή, ειδικά στα πυκνά αστικά κέντρα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Οργανώσεων που Εργάζονται με τους Αστέγους (European Federation of National Organisations Working with the Homeless, FEANTSA) και το Fondation Abbé Pierre, μόνο στην Ευρώπη περίπου 700.000 άνθρωποι βιώνουν την έλλειψη στέγασης κάθε βράδυ, το οποίο είναι ισοδύναμο με μια αύξηση κατά 70% από το 2010 (FEANTSA και Fondation Abbé Pierre, 2020). Κοινωνική βιωσιμότητα: ο ξεχασμένος πυλώνας της βιώσιμης ανάπτυξης Η ιστορική εξέλιξη της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να αναχθεί στον 18ο αιώνα, όταν οι ακαδημαϊκοί μελετητές άρχισαν να αμφισβητούν τον αντίκτυπο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στους φυσικούς πόρους στην Ευρώπη (Du Pisani, 2006). Στην πρόσφατη ιστορία, η Έκθεση Brundtland του 1987 κατέστησε δημοφιλή την έννοια της βιωσιμότητας, επιφέροντας i) πολλαπλασιασμό πολιτικών και μέτρων προσανατολισμένων στην αειφορία, ii) μια ζωηρή ακαδημαϊκή συζήτηση και, iii) μια πληθώρα 1 εννοιολογήσεων της βιώσιμης ανάπτυξης απεικονίζοντας τους τρεις πυλώνες της βιωσιμότητας ως αλληλένδετους με διαφορετικούς τρόπους (Giddins et al., 2002; Purvis et al., 2018, δες εικόνα 1). Εικόνα 1: Διαφορετικοί τρόποι σύλληψης της βιώσιμης ανάπτυξης (Purvis et al., 2018, σελ.682). Παρά την εξέχουσα θέση της, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έχει επίσης υποστεί πολλές επικρίσεις σχετικά με το νόημα και την αποτελεσματικότητά της. Οι Mehmood και Parra (2013), για παράδειγμα, επικρίνουν την έλλειψη ολοκληρωμένης προσέγγισης των τριών στόχων της αειφόρου ανάπτυξης (οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών), ισχυριζόμενοι ότι οι τρεις διαστάσεις δεν είναι τόσο αχώριστες και αλληλένδετες όσο αρχικά είχαν συλληφθεί, με αποτέλεσμα οι πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης που χαράσσονται να εστιάζουν μόνο σε μια ή δύο διαστάσεις. Αυτή η επιλεκτικότητα οδηγεί σε συμβιβασμούς μεταξύ των τριών πυλώνων, παραβλέποντας τον κοινωνικό, καθώς οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων και πολιτικής τείνουν να δίνουν προτεραιότητα στους οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, παραβλέποντας κοινωνικούς στόχους όπως η δικαιοσύνη, η ένταξη και η δημοκρατία (Giddins et al., 2002; Littig and Griessler, 2005; Dempsey et al., 2011; Boström, 2012; Mehmood and Parra, 2013; Parra, 2013; Shirazi and Keivani, 2017; Paidakaki and Lang, 2021). Η κοινωνική βιωσιμότητα αναδεικνύεται έτσι ως ο «πιο αδύναμος πυλώνας της τριάδας» (Parra, 2013, σ. 142). Μια τέτοια παραμέληση έγκειται εν μέρει στα ασαφή περιγράμματα ορισμού της έννοιας της κοινωνικής βιωσιμότητας (Vallance et al., 2011) και στη δυσκολία στη μέτρηση και την αξιολόγηση των άυλων αποτελεσμάτων σε τομείς όπως αυτοί της δικαιοσύνης, της συμμετοχής, της δημοκρατίας και της κοινωνικής ένταξης. Εννοιολόγηση της κοινωνικής βιωσιμότητας Η πρόσφατη έρευνα στον τομέα της αειφόρου ανάπτυξης έχει επικεντρωθεί στη συστημική μελέτη, εννοιολόγηση και ορισμό της κοινωνικής βιωσιμότητας (Boström, 2012; Dempsey et al., 2011; Mehmood and Parra, 2013; Shirazi and Keivani, 2013). Οι Shirazi και Keivani (2013), καθώς και ο Bostrom (2012), παρουσιάζουν μια επισκόπηση του ευρέος φάσματος προσεγγίσεων στην ανάλυση της κοινωνικής βιωσιμότητας που καλύπτει διάφορες (συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενες) πτυχές των κοινωνικά βιώσιμων 2 κοινωνιών. Αυτές οι πτυχές περιλαμβάνουν την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών εντός και μεταξύ των γενεών, τις κοινωνικές και κοινοτικές υποδομές, την πολιτιστική ανάπτυξη, την ισότητα και τη δημοκρατία, την ποιότητα της διακυβέρνησης και την ενδυνάμωση της κοινότητας. Οι Bostrom (2012) και Mehmood και Parra (2013) έχουν εξετάσει τις λανθάνουσες πολιτικές δυνατότητες του πλαισίου της κοινωνικής βιωσιμότητας. Όταν η κοινωνική βιωσιμότητα γίνεται κατανοητή από μια κατεξοχήν λειτουργική προοπτική, η κοινωνική βιωσιμότητα ισοδυναμεί με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης σε συνδυασμό με μια συναινετική, τεχνοδιαχειριστική διακυβέρνηση της εδαφικής ανάπτυξης βασισμένη σε ποσοτικές αξιολογήσεις της απόδοσης, η οποία απόπολιτικοποιεί την έννοια της κοινωνικής βιωσιμότητας [οπ]. Ωστόσο, όταν η κοινωνική βιωσιμότητα κατανοείται ως μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας συμμετοχής με κατεύθυνση/στόχευση τον κοινωνικό μετασχηματισμό, τότε η δημιουργία κοινωνικά βιώσιμων κοινοτήτων στηρίζεται και καθοδηγείται από τις δημοκρατικές αξίες της λήψης αποφάσεων, τη συμπαραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και τη βαθύτερη συμμετοχή και ευθύνη των πολιτών στον οραματισμό, το σχεδιασμό και τη διατήρηση της κοινωνικής βιωσιμότητας για όλους. Η κοινωνική βιωσιμότητα προσεγγίζεται από τη διπλή προοπτική της βιωσιμότητας ως i) αποτέλεσμα και ως ii) διαδικασία. Ο Boström (2012), για παράδειγμα, δηλώνει ότι: «Η κοινωνική βιωσιμότητα αναφέρεται συχνά τόσο στη βελτίωση των συνθηκών για τους σύγχρονους ανθρώπους και τις μελλοντικές γενιές όσο και στην ποιότητα διακυβέρνησης της αναπτυξιακής διαδικασίας… Επομένως, ο κοινωνικός πυλώνας της βιώσιμης ανάπτυξης περιλαμβάνει τόσο διαδικαστικές πτυχές, όπως ο ρόλος της δημοκρατικής εκπροσώπησης, της συμμετοχής και της διαβούλευσης, όσο και πραγματικές πτυχές, που επικεντρώνονται στο «τι» πρέπει να γίνει (δηλαδή οι κοινωνικοί στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης)» (Boström, 2012, σελ. 5, έμφαση στο πρωτότυπο). Ο Boström (2012) υποστηρίζει ότι οι πολιτικές και η κυβερνητική δράση δεν πρέπει μόνο να στοχεύουν στην επίτευξη κοινωνικά βιώσιμων στόχων, αλλά θα πρέπει επίσης να δίνουν έμφαση και στις βασικές διαδικασίες που τελικά καθιστούν τις κοινότητες πιο (κοινωνικά) βιώσιμες, όπως η πολιτική συμμετοχή, η διαφάνεια, η πρόσβαση στη λήψη αποφάσεων και η ενδυνάμωση των πολιτών. Η Parra (2013) επίσης υποστηρίζει ότι η κοινωνική βιωσιμότητα πρέπει να προσεγγιστεί από την οπτική της διακυβέρνησης. Η ίδια ισχυρίζεται ότι αντί να περιορίζουμε την κοινωνική διάσταση της βιωσιμότητας στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου συνόλου στόχων, θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε μια προσέγγιση διακυβέρνησης. Μια τέτοια προσέγγιση θα επέτρεπε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη της βιώσιμης ανάπτυξης που επιδιώκει κοινωνικά δίκαια αποτελέσματα ενώ ταυτόχρονα δίνει προσοχή στον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνονται αυτά τα αποτελέσματα, δηλαδή στις διαδικασίες διακυβέρνησης (οπ). Μαζί με τον Frank Moulaert (Parra and Moulaert, 2011), η Parra (2010) υποστηρίζει ότι η διακυβέρνηση είναι ο θεμελιώδης κινητήρας της βιωσιμότητας, ακριβώς επειδή, όταν συνδυάζεται με δημοκρατικές αξίες και πρακτικές, εγείρει ερωτήματα όπως για παράδειγμα ποιός πρέπει να είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό και την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και την καινοτομία στον τρόπο διακυβέρνησης σε διαφορετικά και μεταβαλλόμενα κοινωνικο-χωρικά πλαίσια; Έτσι, η κοινωνική βιωσιμότητα απαιτεί στοχευμένη θεσμική υποστήριξη και συνεκτικές πολιτικές για την υποστήριξη νέων διαμορφώσεων διακυβέρνησης και πληθώρα εναλλακτικών λύσεων για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. 3 Οι Gruber και Lang (2019) αντικατοπτρίζουν αυτή την οπτική της διακυβέρνησης στην ανάλυσή τους για τα συνεργατικά μοντέλα στέγασης στη Βιέννη, δίνοντας έμφαση στο πώς αυτά τα μοντέλα επιδιώκουν οικονομικά προσιτά ενοίκια (αποτέλεσμα), ενώ ενθαρρύνουν διαδικασίες συμμετοχής, συνεργασίας και δημιουργίας σταθερών κοινοτικών δεσμών (διαδικασία). Ως εκ τούτου, η κοινωνική βιωσιμότητα ενισχύεται από τα χωρίς αποκλεισμούς και δίκαια αποτελέσματα που επιδιώκει καθώς και από τη δυναμική διακυβέρνησης που προωθεί μέσα από αυτή τη διαδικασία επιδίωξης κοινωνικά βιώσιμων αποτελεσμάτων (Revelli and Paidakaki, 2022). Η κοινωνική βιωσιμότητα έχει επίσης διερευνηθεί ειδικά στο πλαίσιο του δομημένου περιβάλλοντος, καλύπτοντας φυσικές και μη φυσικές διαστάσεις όπως η κοινωνική και κοινοτική συνοχή, η αίσθηση της κοινότητας και του ανήκειν, η οικιστική σταθερότητα, η ασφάλεια, οι ενεργοί και αμοιβαίοι κοινοτικοί οργανισμοί αλλά και η αξιοπρεπής στέγαση, η προσβασιμότητα σε υπηρεσίες, οι χώροι πρασίνου και οι δημόσιες συγκοινωνίες, ο βιώσιμος αστικός σχεδιασμός και οι περπατήσιμες γειτονιές (Dempsey et al., 2011). Άλλοι μελετητές (Shirazi and Keivani, 2013; Lang, 2019) έχουν διερευνήσει την κοινωνική βιωσιμότητα πιο συγκεκριμένα στον τομέα της στέγασης, εξετάζοντας την οικονομική προσιτότητα της στέγασης, την προσβασιμότητα στην αγορά κατοικίας και τη δημόσια στέγαση, την επαρκή δημόσια χρηματοδότηση για τη στέγαση, το κοινωνικό κεφάλαιο των μη κερδοσκοπικών στεγαστικών παραγόντων για την ανάπτυξη της κοινότητας, και την κοινωνική συνοχή και ένταξη μέσω της διαχείρισης συνεργατικών κατοικιών και νέων μορφών διακυβέρνησης στον τομέα της στέγασης. Ανθεκτικότητα Εισαγωγή Η έννοια που κυριαρχεί επί του παρόντος στην ακαδημαϊκή συζήτηση για τις καταστροφές είναι αυτή της ανθεκτικότητας. Αρχικά θεωρητικοποιήθηκε τη δεκαετία του 1970 από τον Holling ως μια οικολογική έννοια, ενώ αργότερα αναδιατυπώθηκε ως ένα δυνητικά χρήσιμο εργαλείο για να δημιουργηθούν, αναπτυχθούν και ενισχυθούν οι ικανότητες οργανισμών, τοπικών κοινοτήτων και ολόκληρων συστημάτων να αντέχουν απροσδόκητα μελλοντικά καταστροφικά φυσικά φαινόμενα (Kuhlicke, 2013). Ενώ αρχικά η έννοια της ανθεκτικότητας χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί στην ικανότητα ενός οικοσυστήματος να αντιστέκεται σε κραδασμούς, σήμερα, η έννοια έχει εξελιχθεί και περιλαμβάνει μια πιο προσεκτική κατανόηση του τί συνεπάγεται η ανθεκτικότητα, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα των αστικών, περιαστικών και αγροτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών υποδομών, των κοινωνικών και χωρικών ανισοτήτων και των πολύπλοκων συστημάτων διακυβέρνησης, των σχέσεων εξουσίας, και της πολιτικής κινητοποίησης. Μερικά από τα ερωτήματα που ζητάνε απαντήσεις είναι: Ανθεκτικότητα σε τι, προς τι και για ποιόν; Ποιός ωφελείται από την κινητοποίηση και την επιβολή μιας προκατειλημμένης κατανόησης της ανθεκτικότητας και με ποιό σκοπό; Ποιανού τα συμφέροντα προωθούνται και εξυπηρετούνται καλύτερα από έναν «δυναμικό μετασχηματισμό» μετά από μια καταστροφή; Ποιός βρίσκεται στην αίθουσα λήψης αποφάσεων για την αποκατάσταση μετά από μια καταστροφή και ποιανού η γνώση και η ανάκαμψη έχουν προτεραιότητα; (Kuhlicke, 2013; Wilkinson, σε Davoudi et al., 2012). Στις πόλεις υπάρχουν διάφορα «κύτταρα κοινωνικής ανθεκτικότητας» (social resilience cells, SRCs), δηλαδή διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (στον τομέα της στέγασης) που έχουν τη δική τους γλώσσα και υπερασπίζονται τα αφηγήματά τους με βάση τις κοινές τους αξίες, ανάγκες και φιλοδοξίες και μερικές φορές ιδεολογικές προτιμήσεις. Ορισμένες από αυτές τις ομάδες είναι πιο ισχυρές σε σχέση με άλλες, 4 όσον αφορά στην πρόσβαση τους σε πόρους καθώς και τη διευκόλυνση των αναγκών τους μέσω δημόσιων πολιτικών, νομοθετικών τροποποιήσεων και χωροταξικού σχεδιασμού. Ωστόσο, υποθέτουμε ότι αυτό που κάνει ένα σύστημα ανθεκτικό είναι μια δίκαιη ανακατανομή πόρων και καλλιέργεια ενδυνάμωσης των διαφόρων ομάδων που προϋπάρχουν ή προκύπτουν μετά από μια φυσική κρίση και αγωνίζονται για το δικαίωμά τους στην δημιουργία ανθεκτικότητας (μέσα από την παροχή στέγης). Υποθέτουμε επίσης ότι αυτή η ανακατανομή μπορεί να διευκολυνθεί μόνο από το κράτος, ως διαμεσολαβητικό όργανο με νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες, το οποίο αλληλεπιδρά με τα κύτταρα κοινωνικής ανθεκτικότητας και παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες στην ισότιμη συμμετοχή αυτών στη δημιουργία ανθεκτικών πόλεων (Paidakaki and Moulaert, 2017). Τι είναι ανθεκτικότητα; Στη δεκαετία του 1970, η ακαδημαϊκή κοινότητα που μελετάει τις καταστροφές ανέπτυξε την έννοια της ανθεκτικότητας ως απάντηση στις εγγενείς αβεβαιότητες που είναι ενσωματωμένες στην προϋπάρχουσα τεχνοκρατική προσέγγιση της «απόλυτης προστασίας» (Berkes 2007; Klein et al., 2003; Allenby and Fink, 2005; 2004, Kuhlicke and Kruse, 2009; Merz et al., 2010, σε Kuhlicke, 2013). Έκτοτε, η έννοια έχει αναπτύξει διαφορετικά χαρακτηριστικά, ξεκινώντας από έντονα οικολογικά, που αργότερα εξελίχθηκαν σε πιο περίπλοκα κοινωνικοφυσικά και τα οποία πρόσφατα εξελίχθηκαν σε πιο κοινωνικο-κριτικά και πολιτικά. Το οικολογικό πρόσωπο της έννοιας της ανθεκτικότητας εισήχθη από τον Holling τη δεκαετία του 1970. Εκπαιδευμένος ως οικολόγος, ο Holling κατανοούσε την ανθεκτικότητα ως: [...] το μέτρο της ικανότητας των συστημάτων να απορροφούν έγκαιρα την αλλαγή και τη διαταραχή και να διατηρούν τις λειτουργίες και τις σχέσεις μεταξύ των πληθυσμών (Holling, 1996, σ. 31, σε Davoudi et al., 2012). Τα χαρακτηριστικά που απέδωσε στην ανθεκτικότητα ήταν αυτά της «αποτελεσματικότητας, σταθερότητας και προβλεψιμότητας», τα οποία είναι όλα επιθυμητά χαρακτηριστικά για έναν μηχανολογικό σχεδιασμό «ασφάλειας έναντι της αστοχίας». Η διάσταση του χρόνου ήταν ένα άλλο ισχυρό χαρακτηριστικό της ανθεκτικότητας των συστημάτων και σχετίζεται με το πόσο γρήγορα αποκαθίσταται η κατάσταση κανονικότητας πριν από μια καταστροφή (Davoudi et al., 2012). Ωστόσο, από την οπτική της αστικής κοινωνιολογίας, η απόσπαση της φύσης από την κοινωνία είναι θεμελιωδώς παραπλανητική καθώς οδηγεί στην κοινωνική κατασκευή των κινδύνων ως διαταραχών, και ως εκ τούτου, η ανθεκτικότητα εστιάζεται κυρίως στις αστικές χωρικές διαστάσεις (περιοχές επιρρεπείς σε καταστροφές) και όχι στις κοινωνικές διαστάσεις (και κυρίως στις ευάλωτες στις καταστροφές ομάδες) (Oliver-Smith, 2004; Few, 2003). Η υπόθεση της επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση ισορροπίας και η προοπτική της «αντίστασης στην αλλαγή» είναι επίσης εσφαλμένες εκτιμήσεις που υποτιμούν την κοινωνική πολυπλοκότητα, την προσαρμοστική εξέλιξη και την ικανότητα μετασχηματισμού των αστικών ανθρώπινων συστημάτων (Lorenz, 2013). Ταυτόχρονα, αυτή η ποιότητα «αναπήδησης προς τα πίσω» (bounce back) είναι κοινωνικά και πολιτικά ανεπιθύμητη όταν λαμβάνονται υπόψη οι κίνδυνοι επιστροφής σε δομές και θεσμούς πριν από την καταστροφή που είχαν γεννήσει εξαρχής την ευαλωτότητα και τις συνθήκες που προκάλεσαν την καταστροφή (Manyena 2009 στο Editorial of Local Environment, 2011). 5 Ενώ τα οικολογικά χαρακτηριστικά της ανθεκτικότητας έχουν νόημα όταν εφαρμόζονται σε δομές μηχανικής ικανές να αντέξουν βραχυπρόθεσμα τους φυσικούς κραδασμούς (π.χ. αναχώματα), είναι ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των υποκείμενων χρόνιων κοινωνικών καθοριστικών παραγόντων της τρωτότητας καθώς και για την κατανόηση της μακροπρόθεσμης κοινωνικής μάθησης, της προσαρμογής και του κοινωνικού μετασχηματισμού που προκύπτουν μετά από μια καταστροφή και καθορίζουν την πορεία σχεδιασμού αποκατάστασης και ανασυγκρότησης πόλεων μετά από καταστροφές. Για να αντιμετωπιστεί αυτός ο περιορισμός, η ακαδημαϊκή συζήτηση για την ανθεκτικότητα ξεπέρασε τον δυισμό φύσης-κοινωνίας και εστίασε στην προσαρμογή, με την έννοια της «αναπήδησης προς τα εμπρός» (bounce forward) και του οραματισμού μιας ασφαλέστερης πόλης (Manyena 2009 στο Editorial of Local Environment, 2011). Αυτή η εστίαση στην προσαρμοστική ικανότητα θεμελιώνει την εξελικτική διάσταση της ανθεκτικότητας. Η ανθεκτικότητα από αυτή την οπτική γωνία δε νοείται μόνο ως πάγιο περιουσιακό στοιχείο (από άποψη μηχανικής και οικολογικής ευρωστίας) αλλά και ως μια διαρκώς μεταβαλλόμενη, κοινωνικά μετασχηματιστική διαδικασία (Davoudi, στο Davoudi et al., 2012). Αυτή η προσέγγιση στην κατανόηση της ανθεκτικότητας υπογραμμίζει τη σημασία της ανάπτυξης της ικανότητας εντοπισμού «των ευκαιριών που εμφανίζονται πάντα κατά τη διάρκεια μιας κρίσης για να αναδειχθούν (οι πόλεις) ισχυρότερες και καλύτερες από πριν» (Seville, 2009, σελ. 10, σε Davoudi et al., 2012). Ενώ, αφενός, η «αναπήδηση προς τα εμπρός» αντιπροσωπεύει μια πιο ριζοσπαστική ατζέντα και μια ελκυστική και εύλογη πρόταση (Shaw, σε Davoudi et al., 2012), από την άλλη πλευρά, το φλέγον ερώτημα είναι: αναπήδηση προς τα εμπρός προς το τι και για ποιόν; (Porter and Davoudi, σε Davoudi et al., 2012) Ποιανού οι γνώσεις και ποιανού η ανάκτηση έχουν προτεραιότητα; (Kuhlicke, 2013; Editorial of Local Environment, 2011). Για να απαντηθούν αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα, η εννοιολόγηση της ανθεκτικότητας έχει πρόσφατα αναπτύξει πολιτικά χαρακτηριστικά. Δίνοντας έμφαση στις ασύμμετρες σχέσεις ισχύος που είναι ενσωματωμένες στα ανθρώπινα συστήματα, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι πιο ισχυρές ομάδες απορρίπτουν εναλλακτικές απόψεις και ενέργειες σε σχέση με το πώς θα χτιστεί η ανθεκτικότητα των πόλεων, ενισχύοντας μια θέση ανωτερότητας της δικής τους ηγεμονικής κοινωνικής κατασκευής της «ανθεκτικότητας» (βλ. επίσης Davoudi, 2012. Cannon και Müller-Mahn 2010, σε Davoudi et al., 2012; Kuhlicke, 2013). Από αυτή την άποψη, η ανθεκτικότητα αναγνωρίζεται ξεκάθαρα ότι είναι μια πολιτικά φορτισμένη συζήτηση και σχετίζεται με σχέσεις εξουσίας και αποφάσεις που επιτρέπουν ορισμένες «λύσεις ανθεκτικότητας» σε σχέση με άλλες (Leach, 2008, σελ. 13, σε Davoudi et al., 2012). Εξέταση της ανθεκτικότητας μέσα από τη ματιά της στέγασης Η περίοδος αποκατάστασης κατοικιών μετά από μια καταστροφή μπορεί να είναι μια σχετική πολιτική στιγμή στην οποία μπορούμε να αρχίσουμε να θεωρητικοποιούμε και να ενσωματώσουμε την ανθεκτικότητα στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Η στέγαση, πέρα από τη φαινομενική κοινωνικοοικονομική της σημασία και την προστατευτική της αξία για το ανθρώπινο σώμα (Erguden, 2001, Bullard and Wrigth, 2005, σε Masozera et al., 2007; Gandy, 2005, σελ. 28 σε Cook and Swyngedouw, 2012), είναι επίσης ένα εργαλείο δράσης για τους ανθρώπους κι ένα δυνητικό παράδειγμα για αλλαγή ανάλογα με i) τις σχέσεις μεταξύ δημόσιων αρχών, οργανώσεων πολιτών και κατασκευαστών κατοικιών, ii) τα ποσά και τις πηγές χρηματοδότησης της ανοικοδόμησης, και iii) την ικανότητα των ανθρώπων και των κοινοτήτων να εκφράσουν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους με στόχο την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων συνθηκών διαβίωσης τους (Turner, 1978). 6 Από τη μία πλευρά, η ανοικοδόμηση κατοικιών παρουσιάζει μια ευκαιρία για πρόοδο στη λειτουργία της κοινότητας, ξεκινώντας από τη συζήτηση εναλλακτικών κατοικιών μέχρι την ανάδειξη ζητημάτων όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αλλαγές στις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις (Boano and Hunter, 2012; Johnson, 2011; Satterthwaite, 2011), ενώ, από την άλλη πλευρά, παρέχει μια ευκαιρία για μια εκ νέου ενεργοποίηση διαδικασιών συσσώρευσης πλούτου. Επομένως, στο τοπίο του συστήματος στέγασης βλέπουμε ισχυρούς τοπικούς παράγοντες και ιδρύματα (π.χ. μεσίτες, τραπεζίτες) να συνεργάζονται με κερδοσκοπικούς κατασκευαστές κατοικιών για τη δημιουργία και την εξαγωγή ανταλλακτικών αξιών των κατοικιών μέσω της συνεχούς εντατικοποίησης της χρήσης γης (Bull-Kamanga et al., 2003). Αυτές οι ισχυρές ομάδες ορίζουν τα προβλήματα στέγασης βάσει υλικών προτύπων και οι αξίες στέγασης καθορίζονται από τα κέρδη (Turner, 1980), και ως εκ τούτου, τα σπίτια αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα έτοιμα να γίνουν αντικείμενο μιας κερδοφόρας συναλλαγής στην ελεύθερη αγορά (Pais and Elliot, 2008). Αυτή η προσέγγιση ταιριάζει στις νεοφιλελεύθερες ατζέντες αστικής ανάπτυξης, ανάπλασης και ανανέωσης που κυριαρχούν στις συζητήσεις σχεδιασμού τα τελευταία 30 χρόνια. Οι καταστροφές δημιουργούν μια σημαντική ευκαιρία για την επιτάχυνση και ακόμη και την επέκταση των μακροχρόνιων σχεδίων για τη μετατροπή των αξιών χρήσης των ακινήτων σε ανταλλακτικές αξίες για ιδιωτική ανάπτυξη (BondGraham, 2011). Εκφράζοντας την ανάγκη επιστροφής στην «κανονικότητα», η προτεραιότητα είναι να μην ικανοποιηθούν οι στεγαστικές ανάγκες της πλειοψηφίας των (νεο)άστεγων πολιτών που έχουν πληγεί/εκτοπιστεί από καταστροφές, αλλά η επένδυση σε τομείς που παράγουν κέρδη και συσσωρεύουν κεφάλαια (Adams et al., 2009). Το τοπίο μετά την καταστροφή, επομένως, παρέχει την ευκαιρία στους καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής κατοικίας να ανανεωθούν εισερχόμενοι σε νέους κύκλους συσσώρευσης πλούτου (Biel, 2011). Αυτή η τοπική ανάπτυξη καθοδηγείται επίσης από το κράτος, καθώς οι κυβερνήσεις σε διαφορετικές κλίμακες κατέχουν νομική εξουσία για τις αποφάσεις χωροθέτησης ζωνών και χρήσης γης, ενώ ταυτόχρονα είναι σε καλή θέση για να αξιοποιήσουν τις επενδύσεις κεφαλαίου (Pais and Elliot, 2008). Ως εκ τούτου, η ιδιωτικοποίηση συμβαδίζει με την κρατική παρέμβαση με τη μορφή κανόνων, νόμων, εργαλείων πολιτικής και προγραμμάτων για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων και την ωφέλεια και την ενδυνάμωση των ιδιωτικών εργολάβων (Gotham, 2012, 2014). Ταυτόχρονα, ο Seidman (2013) δικαίως μας υπενθυμίζει ότι η ανοικοδόμηση της γειτονιάς μετά την καταστροφή αφορά επίσης τον επαναπληθυσμό, δηλαδή την επαναφορά των ανθρώπων στο τόπο της καταστροφής να ανακτήσουν το σπίτι τους και τη γειτονιά τους. Επίσης παρατηρούμε παραδείγματα ατόμων και οργανώσεων που ανακαλύπτουν ξανά τις αξίες της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας, που οργανώνονται με διάφορους τρόπους για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες (ή αγωνίζονται για τα στεγαστικά τους δικαιώματα), καθώς και ομάδες που φαντάζονται νέους τρόπους συλλογικής ιδιοκτησίας κατοικίας ή (επανα)οικοδόμησης με κοινωνικά συλλογικό τρόπο. Δημιουργούνται, έτσι, συνασπισμοί «από τα κάτω» (από μεμονωμένους ιδιοκτήτες κατοικιών και τις ενώσεις τους, ενώσεις γειτονιάς και ομάδες πολιτών που συνεργάζονται στενά με μη κερδοσκοπικούς κατασκευαστές κατοικιών) που προσεγγίζουν την ανοικοδόμηση μέσα από το πρίσμα της ισότητας (και όχι του κέρδους), υποστηρίξουν τις αξίες χρήσης της κατοικίας και την ανάγκη διατήρησης και βελτίωσης της τοπικής ποιότητας ζωής (Pais and Elliot, 2008) καθώς και ενεργοποιούν κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες με στόχο ένα πιο περιεκτικό και δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης στέγασης (Boano and Hunter, 2012; Gonzalez et al. , 2010). Επομένως, στο τομέα της στέγασης υπάρχουν διαφορετικές ομάδες που απαντάνε τα παρακάτω ερωτήματα με διαφορετικό τρόπο: Για ποιον ανοικοδομούμε; Πώς καλύπτουμε τις ανάγκες όλων των 7 ανθρώπων που εκτοπίστηκαν από μια φυσική καταστροφή; Ποιος πρέπει να κάθεται στην αίθουσα λήψης αποφάσεων; Ποίoς πρέπει να ξαναχτίσει; (Gutmann, 2006). Ο ρόλος του κράτους στην ανοικοδόμηση Το σύγχρονο σύστημα στέγασης έχει σχεδιαστεί για να ανταποκρίνεται οικονομικά όταν οι καταστροφές καταστρέφουν περιουσίες, όχι όταν καταστρέφουν σπίτια και κοινότητες. Αυτή η δυναμική με στόχευση την οικονομική μεγέθυνση υποβαθμίζει αντίθετες δυναμικές με στόχευση την κοινωνική δικαιοσύνη και θολώνει τη διαφοροποίηση μεταξύ των αξιών χρήσης και των αξιών ανταλλαγής, προωθώντας έτσι τα συμφέροντα των συνασπισμών υπέρ της οικονομικής μεγέθυνσης (Pais and Elliot, 2008). Ο ρόλος του κράτους, ως μεσολαβητική δύναμη και ως φορέας με νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες για την παραγωγή και την κατανομή κατοικιών, θα πρέπει να: - διασφαλίσει ότι όλες οι φωνές λαμβάνονται υπόψη και ότι τα διαφορετικά αφηγήματα δεν παρερμηνεύονται ή χειραγωγούνται με διάφορους τρόπους, - επιδιώξει κοινωνική δικαιοσύνη όσον αφορά στην κατανομή εξουσίας μεταξύ των διαφόρων δρώντων/ομάδων που χτίζουν στη φάση της ανοικοδόμησης, και - να αναδιοργανώσει τις κρατικές δομές και τους θεσμούς διακυβέρνησης για να μπορούν να ανταποκρίνονται καλύτερα στις διαφορετικές (στεγαστικές) ανάγκες των ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούν σε διαφορετικές γειτονιές και κάτω από διαφορετικές κοινωνικο-χωρικές και οικονομικές πραγματικότητες. Ως εκ τούτου, η τρέχουσα πρόκληση για το κράτος που επιδιώκει μια «αναπτυξιακή» ατζέντα δεν είναι μόνο να βρει μια ισορροπία μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης οργανωμένης από την αγορά και όλων των άλλων πιθανών πολιτικών στόχων, αλλά και να αναζητήσει πιο κοινωνικά δίκαιες μεθόδους αντιμετώπισης του ανταγωνισμού και των εντάσεων που αφορούν στις συνθήκες συσσώρευσης και τους μηχανισμούς ιδιοποίησης και διανομής της υπεραξίας (Swyngedouw, 2009). Αυτό είναι το κλειδί την επώαση της ανθεκτικότητας. Αυτό μεταφράζεται στην παροχή από το κράτος ενός ευνοϊκού θεσμικού, κανονιστικού και νομικού πλαισίου που θα αποτρέψει ηγεμονικά αφηγήματα υπέρ της οικονομικής μεγέθυνσης να κυριαρχήσουν στη διαδικασία ανοικοδόμησης. Για την κάλυψη επειγουσών αναγκών στέγασης των εκτοπισμένων από φυσικές καταστροφές, θα πρέπει να διερευνηθεί ένα πιο πλουραλιστικό σύστημα στέγασης που θα περιλαμβάνει εναλλακτικές στεγαστικές λύσεις πέρα από την ατομική, ιδιωτική ιδιοκτησία (Barnes and Riverstone, 2010) καθώς και τη δυνατότητα εκκίνησης μιας κοινωνικής διαδικασίας μάθησης και μιας εκ νέου ανακάλυψης της πολιτικής εμπλοκής. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτραπεί σε εναλλακτικά θεσμοθετημένες αγορές (πχ στεγαστικούς συνεταιρισμούς και κοινοτικά καταπιστεύματα γης) να έχουν πρόσβαση σε ένα δίκαιο μερίδιο των πόρων για τη συμμετοχή τους στο χτίσιμο ανθεκτικότητας μέσα από την παροχή στέγασης κατά της διάρκεια της ανασυγκρότησης. Τρωτότητα, ανθεκτικότητα και μετανάστευση Το πλαίσιο ενός καταυλισμού προσφύγων διαφέρει πολύ από το παραδοσιακό πλαίσιο μετά την καταστροφή. Η διαχείριση των καταυλισμών προσφύγων γίνεται μέσω εξαιρετικών ρυθμίσεων διακυβέρνησης, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται συχνά μέσω κεντρικών διαδικασιών λήψης 8 αποφάσεων σε ένα εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο και τα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας εφαρμόζονται από ένα εξαιρετικά ετερογενές και δυναμικό σύνολο ανθρωπιστικών οργανώσεων. Ο Sabates-Wheeler (2019) ταξινομεί τρεις μορφές μοναδικών ειδών τρωτότητας που εντοπίζονται στους προσφυγικούς καταυλισμούς: χωρικές, κοινωνικο-πολιτιστικές και κοινωνικοπολιτικές. Οι χωρικές τρωτότητες σχετίζονται με την τοποθεσία και τις συνθήκες του καταυλισμού. Οι καταυλισμοί προσφύγων είναι συχνά άτυποι και υπερπλήρης οικισμοί με κακές συνθήκες διαβίωσης που βρίσκονται μακριά από τα αστικά κέντρα. Ως εκ τούτου, οι πρόσφυγες είναι επιρρεπείς στο να αναπτύξουν τόσο σωματικές όσο και ψυχικές ασθένειες. Επιπλέον, οι πρόσφυγες είναι κοινωνικο-πολιτισμικά τρωτοί επειδή χάνουν την προστασία και την ενδυνάμωσή της κοινότητας στην οποία ανήκουν στον τόπο καταγωγής τους και βρίσκουν τους εαυτούς τους σε ένα νέο, προσωρινό και άγνωστο πλαίσιο στο οποίο δύσκολα μπορεί να ανακτηθεί η αίσθηση της κοινότητας (Bulley, 2014). Τέλος, οι πρόσφυγες υπόκεινται επίσης σε κοινωνικοπολιτικές τρωτότητες επειδή θεωρούνται ξένοι και κρίνονται με βάση την εθνικότητα και τη γλώσσα τους ή λόγω της ιδιότητάς τους ως «πρόσφυγας». Ως εκ τούτου, υφίστανται διακρίσεις ως προς την πρόσβασή τους σε προνοιακά επιδόματα και δημόσιες υπηρεσίες και δεν τους επιτρέπεται να συμμετέχουν σε πολιτικές δραστηριότητες, καθώς στερούνται την πολιτική τους ζωή αμέσως μόλις φτάσουν στους καταυλισμούς (Sabates-Wheeler, 2019). Την αντιμετώπιση αυτών των τρωτοτήτων αναλαμβάνουν συχνά ένα σύνθετο και ποικίλο δίκτυο πολυεπίπεδων δημόσιων αρχών και διεθνών, εθνικών και τοπικών μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ), καθώς και οργανώσεων βάσης παροχής κοινωνικής προστασίας στους καταυλισμούς (Sabates-Wheeler, 2019). Τα δύο κύρια παραδείγματα που καθοδηγούν το είδος της ανθρωπιστικής βοήθειας που προσφέρεται από αυτούς τους οργανισμούς στο κοινωνικοχωρικό πλαίσιο των προσφυγικών καταυλισμών είναι ο κλασικός ανθρωπισμός και ο ανθρωπισμός ανθεκτικότητας (Ilcan and Rygiel, 2015). Ο κλασικός ανθρωπισμός είναι ηγεμονικός και αντιπροσωπευτικός της συντριπτικής πλειοψηφίας των οργανώσεων ανθρωπιστικής βοήθειας. Η κύρια εστίασή τους είναι στη μείωση της χωρικής τρωτότητας μέσω της παροχής στέγης και τροφής και παρεμβάσεων υγείας (Sabates-Wheeler, 2019). Ο ανθρωπισμός της ανθεκτικότητας είναι αντι-ηγεμονικός και πιο συμβατός με την κοινωνική πραγματικότητα της κρίσης. Ο κύριος στόχος των οργανισμών που δίνουν αξία στον ανθρωπισμό της ανθεκτικότητας είναι η εξάλειψη των κοινωνικο-πολιτιστικών και κοινωνικο-πολιτικών τρωτοτήτων της κοινότητας του προσφυγικού καταυλισμού, κυρίως αντιμετωπίζοντάς τα μέλη της κοινότητας αυτής ως ενεργούς δρώντες και όχι ως παθητικούς δικαιούχους (Hilhorst, 2018· Ilcan and Rygiel, 2015). Ο κοινωνικά ανθεκτικός προσφυγικός καταυλισμός ορίζεται ως ένας προσωρινός ανθρώπινος οικισμός όπου υπάρχει αξιοπρεπής και επαρκής δημόσια και κοινωνική υποδομή (στέγαση, νερό, εγκαταστάσεις αποχέτευσης και υγιεινής, χώροι αναψυχής και λατρείας) που σέβεται την ετερογένεια της κοινότητας του καταυλισμού (όσον αφορά τις ανάγκες, πολιτιστικό υπόβαθρο, θρησκεία) και διέπεται με τρόπο που εμπνέεται από τη δικαιοσύνη και δεν περιλαμβάνει αποκλεισμούς. Σε ένα τέτοιο καταυλισμό προσφύγων, ο πλουραλισμός όλων των ανθρωπιστικών οργανώσεων (ηγεμονικών και αντι-ηγεμονικών) καλλιεργείται μέσα από ένα ευρύτερο φάσμα εναλλακτικών μεθόδων ανάπτυξης και διαχείρισης προσφυγικών καταυλισμών (Paidakaki et al., 2021). 9 Βιβλιογραφία Adams, V., Van Hattum, T. and English, D. (2009), Chronic disaster syndrome: displacement, disaster capitalism, and the eviction of the poor from New Orleans, American Ethnologist, Vol. 36 No. 4, pp. 615- 636. Barnes, G. and Riverstone, J. (2010), Exploring vulnerability and resilience in land tenure systems afterHurricanes Mitch and Ivan, available at: www.google.com/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&uact=8&ved=0CCQQFjAA&ur l=http%3A%2F%2Fsiteresources.worldbank.org%2FINTIE%2FResources%2FPaper_Barnes_Riverstone.pdf &ei=niTZU8HGNc77oATwzoDIAg&usg=AFQjCNFVh4opRafl2- cFyZJPQAqcZkljvw&bvm=bv.72185853.d.cGU (accessed 22April 2014). Biel, R. (2011), The Entropy of Capitalism, Brill, Leiden. Boano, C. and Hunter, W. (2012), Architecture at risk (?): the ambivalent nature of post-disaster practice, Architectoni.ca, Vol. 1 No. 1, pp. 1-13. BondGraham, D. (2011), Building the New Orleans: foundation and NGO power, The Review of Black Political Economy, Vol. 38, pp. 279-309. Boström, M. (2012), A Missing Pillar? Challenges in Theorising and Practising Social Sustainability: Introduction to the Special Issue, Sustainability: Science, Practice and Policy, Vo. 8 No. 1, pp.3-14. Bull-Kamanga, L., Diagne, K., Lavell, A., Leon, E., Lerise, F., MacGregor, H., Maskrey, A., Meshack, M., Pelling, M., Reid, H., Satterthwaite, D., Songsore, J., Westgate, K. and Yitambe, A. (2003), From everyday hazards to disasters: the accumulation of risk in urban areas, Environment and Urbanization, Vol. 15, pp. 193-204. Cook, R.I. and Swyngedouw, E. (2012), Cities, social cohesion and the environment: towards a future research agenda, Urban Studies, Vol. 49, pp. 1959-1979. Davoudi, S., Shaw, K., Haider, L.J., Quinlan, E.A., Peterson, D.G., Wilkinson, C., Fünfgeld, H., McEvoy, D., Porter, L. and Davoudi, S. (2012), Resilience: a bridging concept or a dead end? ‘Reframing’ resilience: challenges for planning theory and practice interacting traps: resilience assessment of a pasture management system in Northern Afghanistan urban resilience: what does it mean in planning practice? resilience as a useful concept for climate change adaptation? The politics of resilience for planning: a cautionary note, Planning Theory & Practice, Vol. 13 No. 2, pp. 299-333. Dempsey, N., Bramley, G., Power, S., and Brown, C. (2011) The Social Dimension of Sustainable Development: Defining Urban Social Sustainability, Sustainable Development, Vol. 9 No. 5, pp.289-300. Du Pisani, J.A. (2006), Sustainable Development – Historical Roots of the Concept, Environmental Sciences, Vol. 3 No. 2, pp. 83-96. Duran, D.C., Gogan, L.M., Artene, A., and Duran, V. (2015), The Components of Sustainable Development – A Possible Approach, Procedia Economics and Finance, Vol. 6, pp.806-811. Editorial of Local Environment (2011), Disaster resilience: a bounce back or bounce forward ability?, Local Environment, Vol. 16 No. 5, pp. 417-424. 10 FEANTSA and Fondation Abbé Pierre (2020), Fifth Overview of Housing Exclusion in Europe. Available from: https://www.feantsa.org/public/user/Resources/resources/ Rapport_Europe_2020_GB.pdf. (Accessed on 25 November 2021). Few, R. (2003), Flooding, vulnerability and coping strategies: local responses to a global threat, Progress in Development Studies, Vol. 3 No. 1, pp. 43-58. Giddins, B., Hopwood, B., and O’Brien, G. (2002), Environment, Economy and Society: Fitting Them Together into Sustainable Development, Sustainable Development, Vol. 10 No. 4, pp.187-196. Gonzalez, S., Moulaert, F. and Martinelli, F. (2010), ALMOLIN: How to analyse social innovation at the local level?, in Moulaert, F., Martinelli, F., Swyngedouw, E. and Gonzalez, E. (Eds), Can Neighbourhoods Save the City?: Community Development and Social Innovation, Routledge, New York, NY. Gotham, K.F. (2012), Disaster, Inc.: privatization and post-Katrina rebuilding in New Orleans, Perspectives on Politics, Vol. 10 No. 3, pp. 633-646. Gotham, K.F. (2014), Racialization and rescaling: post-Katrina rebuilding and the Louisiana road home program, International Journal of Urban and Regional Research, Vol. 38 No. 3, pp. 773-790. Gutmann, A. (2006), Preface: ‘the wound’, in Birch, E.L. and S.M. Wachter (Eds), Rebuilding Urban Places After Disaster: Lessons from Hurricane Katrina, University of Pennsylvania Press, Philadelphia. Gruber, E. and Lang, R. (2019), Collaborative Housing Models in Vienna through the Lens of Social Innovation, in: G. van Bortel, V. Gruis, J. Nieuwenhuijzen, and B. Pluijmers (Eds.) Affordable Housing Governance and Finance: Innovations, Partnerships and Comparative Perspectives, pp.41-58. (London: Routledge). Hilhorst, D. (2018), Classical humanitarianism and resilience humanitarianism: making sense of two brands of humanitarian action, Journal of International Humanitarian Action, Vol. 3 No. 1, pp. 1-12. Hilhorst, D. and Jansen, B.J. (2010), Humanitarian space as arena: a perspective on the everyday politics of aid, Development and Change, Vol. 41 No. 6, pp. 1117-1139. Hopwood, B., Mellor, M., and O’Brien, G. (2005) Sustainable Development: Mapping Different Approaches, Sustainable Development, Vol. 13 No. 1, pp.38-52. Ilcan, S. and Rygiel, K. (2015), ‘Resiliency humanitarianism’: responsibilizing refugees through humanitarian emergency governance in the camp, International Political Sociology, Vol. 9 No. 4, pp. 333- 351. Jessop, B. (1990), State Theory; Putting Capitalist States in Their Place, Polity Press, Cambridge. Johnson, C. (2011), “Kernels of change: civil society challenges to state-led strategies for recovery and risk reduction in Turkey”, Environment and Urbanization, Vol. 23, pp. 415-430. Kuhlicke, C. (2013), Resilience: a capacity and a myth: findings from an in-depth case study in disaster management research, Natural Hazards, Vol. 67 No. 1, pp. 61-67. Lang, R. (2010), Social sustainability and collaborative housing: Lessons from an international comparative study. In Urban Social Sustainability; Shirazi, M.R., Keivani, R., Eds.; Routledge: London, UK, pp. 193–215. 11 Littig, B. and Griessler, E. (2005), Social Sustainability: A Catchword Between Political Pragmatism and Social Theory, International Journal of Sustainable Development, Vol. 8 Is 1/2, pp.65-79. Lorenz, F.D. (2013), The diversity of resilience: contributions from a social science perspective, Natural Hazards, Vol. 67 No. 1, pp. 7-24. Masozera, M., Bailey, M. and Kerchner, C. (2007), Distribution of impacts of natural disasters across income groups: a case study of New Orleans, Ecological Economics, Vol. 63, pp. 299-306. Mehmood, A. and Parra, C. (2013), Social Innovation in an Unsustainable World, in: F. Moulaert, D. MacCallum, A. Mehmood, and A. Hamdouch (Eds.) The International Handbook on Social Innovation: Collective Action, Social Learning and Transdisciplinary Research, Cheltenham: Edward Elgar Publishing, pp.53-66. Oliver-Smith, A. (2004), Theorizing vulnerability in a globalized world: a political ecological perspective, in Bankoff, G., Frerks, G. and Hilhorst, D. (Eds), Mapping Vulnerability: Disasters, Development and People, Earthscane. Paidakaki, A., & Moulaert, F. (2017), Does the post-disaster resilient city really exist? A critical analysis of the heterogeneous transformative capacities of housing reconstruction “resilience cells”. International Journal of Disaster Resilience in the Built Environment, Vol. 8 No. 3, pp. 275-291. Paidakaki, A. and Lang, R. (2021), Uncovering Social Sustainability in Housing Systems through the Lens of Institutional Capital: A Study of Two Housing Alliances in Vienna, Austria, Sustainability, Vol. 13 No. 17, Art.No. 9726. DOI: 10.3390/su13179726. Paidakaki, A., De Becker, R., De Reu, Y., Viaene, F., Elnaschie, S., & Van den Broeck, P. (2021), How can community architects build socially resilient refugee camps? Lessons from the Office of Displaced Designers in Lesvos, Greece. Archnet-IJAR: International Journal of Architectural Research, Vol. 15 No. 3, pp. 800-822. Pais, F.J. and Elliot, R.J. (2008), Places as recovery machines: vulnerability and neighborhood change after major hurricanes, Social Forces, Vol. 86 No. 4, pp. 1415-1453. Parra, C. (2013) Social Sustainability: A Competing Concept to Social Innovation? in: F. Moulaert, D. MacCallum, A. Mehmood, and A. Hamdouch (Eds.) The International Handbook on Social Innovation: Collective Action, Social Learning and Transdisciplinary Research, Cheltenham: Edward Elgar Publishing, pp.142-154.. Parra, C. and Moulaert, F. (2011), Why sustainability is so fragilely ‘social’. In Strategic Spatial Projects: Catalysts for Change; Oosterlynck, S., Van den Broeck, J., Albrechts, L., Moulaert, F., Verhetsel, A., Eds.; Routledge: London, UK, pp. 163–173. Purvis, B., Mao, Y., and Robinson, D. (2018), Three Pillars of Sustainability: In Search of Conceptual Origins, Sustainability Science, Vol. 14 No. 3, pp.681-695. Revelli, M., and Paidakaki, A. (2022), Networking and housing advocacy in the homelessness sector: A path towards social sustainability? A study of the Housing First Europe Hub. European Journal of Homelessness, Vol. 16 No. 2, pp. 65-87. 12 Sabates-Wheeler, R. (2019), Mapping differential vulnerabilities and rights: ‘opening’ access to social protection for forcibly displaced populations, CM, Vol. 7 No. 38, pp. 1-18. Satterthwaite, D. (2011), Editorial: Why is community action needed for disaster risk reduction and climate change adaptation?, Environment and Urbanization, Vol. 23, pp. 339-349. Seidman, K.F. (2013), Coming Home to New Orleans; Neighborhood Rebuilding After Katrina, Oxford University Press, New York, NY. Shirazi, M.R. and Keivani, R. (2017), Critical Reflections on the Theory and Practice of Social Sustainability in the Built Environment – A Meta-Analysis, Local Environment, Vol.11 No. 12, pp.1526-1545. Swyngedouw, E. (2009), Civil society, governmentality and the contradictions of governance-beyondthe- state: the Janus-face of social innovation, in MacCallum, D., Moulart, F., Hillier, J. and Vicari,S. (Eds), Social Innovation and Territorial Development, Chapter 4, Ashgate, Surrey. Teigão dos Santos, F. and Partidário, M.R. (2011), SPARK: strategic planning approach for resilience keeping, European Planning Studies, Vol. 19 No. 8, pp. 1517-1536. Turner, J. (1978), Housing in three dimensions: Terms of reference for the housing question redefined, World Development, Vol. 6 Nos 9/10, pp. 1135-1145. Turner, J. (1980), What to do about housing – its part in another development, Habitat International, Vol. 5 No. 1, pp. 2203-2211. World Commission on Environment and Development (WCED) (1987), Report of the World Commission on Environment and Development: Our Common Future (New York, NY: United Nations). 13