Βυζαντινή Διοίκηση και Στρατός (PDF)
Document Details
Uploaded by Deleted User
Tags
Summary
This document discusses the Byzantine administration and army during the Early Period. It covers topics such as the administrative divisions, reforms implemented by emperors like Diocletian and Justinian I, and the structure of the Byzantine army. It also addresses the succession of emperors and related ceremonies.
Full Transcript
Ενότητα 1 (Σελίδα 48-58) 1.1 Ο κρατικός οργανισμός Ως το τέλος της Πρώιμης περιόδου (324-610), η διοικητική και στρατιωτική διάρθρωση, που όρισε ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος, παρέμεινε ως υπόβαθρο του κρατικού μηχανισμού και της άμυνας της αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, ο Διοκλητιανός χώρισε τ...
Ενότητα 1 (Σελίδα 48-58) 1.1 Ο κρατικός οργανισμός Ως το τέλος της Πρώιμης περιόδου (324-610), η διοικητική και στρατιωτική διάρθρωση, που όρισε ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος, παρέμεινε ως υπόβαθρο του κρατικού μηχανισμού και της άμυνας της αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, ο Διοκλητιανός χώρισε το κράτος σε 100 επαρχίες, οι οποίες αυξήθηκαν σε 120, επι Κωνσταντίνου. Μετέπειτα, εντάχθηκαν σε 12 διοικήσεις και από τον Δ΄αιώνα σε 15 διοικήσεις, όπου και αυτές πάλι εντάχθηκαν σε 4 μεγάλες ενότητες, τις υπάρχιες. Υπάρχια ήταν κάθε μια μεγάλη εδαφική έκταση, ώστε να αντιστοιχούν σε πολλά σημερινά κράτη. Σε κάθε praefectura praetorio επικεφαλής ήταν ο έπαρχος πραιτωρίων. Ο ίδιος ήταν εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, με τον οποίο ήταν σε άμεση εξάρτηση. Ακόμη, σε κάθε διοίκηση διοικητής ήταν ο βικάριος (vicarious) και σε κάθε επαρχία ο άρχων (praeses provinciae). Αυτές οι δύο ομάδες δημιουργήθηκαν, ώστε να εξισορροπηθεί η δύναμη του επάρχου πραιτωρίων. 1.2 Διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού Α΄ Η Διοκλητιάνειο αρχή αποβλέπει στην αμοιβαία εξισορρόπηση πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, η οποία εμποδίζε την επαναστατική δράση του στρατού. Παρόλα αυτά, αυτό δεν απέτρεπε τις μεταξύ των δύο εξουσιών προστριβές, που επέδρασαν στην επαρχιακή διοίκηση. Επιπλέον, ο Ιουστινιανός Α΄μέσα από αυτο κατάφερε να δημιουργήσει μια τολμηρή καινοτομία, με την οποία όρισε την συγκέντρωση των δύο εξουσιών στο ίδιο πρόσωπο, διορθώνοντας με αυτόν τον τρόπο μειονεκτήματα, που επικρατούσαν στο ως τότε διοικητικό σύστημα. Ακόμη, ο Ιουστινιανός Α΄ενίσχυσε την διοίκηση μακρινών επαρχιών, με την ανάθεση της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο. Καινοτομία αποτελεί και η επέκταση της δικαιοδοσίας του διοικητικού της επαρχίας, να επιλύει κατ΄έφεση ιδιωτικές διαφορές με τον σκοπό να περιοριστεί η συχνή επιδημία των επαρχιωτών στην Κωνσταντινούπολη. Παρουσιάζονται οι πρόδρομες εκείνες μορφές, που θα βρουν την εκπλήρωση τους στον θεσμό των εξαρχάτων και αργότερα των θεμάτων. Καταργήθηκε η ενδιάμεση αρχή του βικαριου, επετεύχθη συγχώνευση επαρχίων και απαγορεύτηκε η εξαγορά των αξιωμάτων. Ο αυτοκράτορας αύξησε πολύ τον μισθό των διοικητών των επαρχιών, για να ενισχύσει το κύρος τους και να αποτρέψει συναλλαγές με ιδιώτες οικονομικά ισχυρούς και πιεστικούς σε παράνομες υποχωρήσεις. Τέλος, επέβαλε στους υπαλλήλους επίσημον όρκο κατα την ανάληψη της υπηρεσίας και όρισε τον κατά τόπους επίσκοπο επόπτη και ελεγκτή των αρχόντων για την πιστή εκτέλεση των καθηκόντων τους. 1.3 Η κεντρική διοίκηση Σε αυστηρό συγκεντρωτικό σύστημα, υπήρχαν οργανωμένες βυζαντινές κρατικές υπηρεσίες,οι οποίες είχαν επικεφαλή πρόσωπα της εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα.Κατά καιρούς, υπήρχε ένας ανώτατος κρατικός λειτουργός, ο οποίος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις περισσότερες σημαντικές αρμοδιότητες, που τον έφεραν στην πρώτη γραμμή, καθώς από την φύση των αρμοδιοτήτων του βρισκόταν σε συχνότερη συνεργασία με τον αυτοκράτορα. Στο δεδομένο χρόνο ο φορεύς του αντίστοιχου υψηλού λειτουργήματος εκτελούσε χρέη πρωθυπουργού. Η συγκέντρωση υψηλών αρμοδιοτήτων, προκάλεσε στον αυτοκράτορα φόβους, που τον οδήγησαν στην ανάγκη εξισορρόπησης του κινδύνου. Γι΄αυτό, ως αντίδοτο δημιουργήθηκε η μεταβολή στην ισχύουσα εκάστοτε ιεραρχική τάξη. Επομένως, η ανανέωση της ιεραρχικής τάξης, σε συνδυασμό με την θέσπιση νέων αξιωμάτων, ήταν ένα μέσο να εξισορροπηθούν οι κίνδυνοι από τυχόν αύξηση της δυνάμεως του κρατικού λειτουργού. Η ίδρυση νέας πρωτεύουσας στην ακτή του Βοσπόρου απαιτούσε οργάνωση κεντρικών υπηρεσιών, ώστε η Κωνσταντινούπολη να απέβαινε διοικητικώς ισότιμη με την παλαιά Ρώμη. Το πρώτο μέτρο ήταν να αποσπαστεί η Κωνσταντινούπολη από την διοίκηση της Θράκης. Η εξομοίωση των δύων πρωτευουσών επισημοποιήθηκε με την θέσπιση του θεσμού του έπαρχου της πόλεως (praefectus urbi). Οι αρμοδιότητες του νέου άρχοντα αφορούν τις υπηρεσίες για τη ζωή της πόλεως, Έτσι, προστέθηκαν δικαστικά καθήκοντα, εποπτεία του εξαγωγικού εμπορίου και έλεγχος των επαγγελματικών σωματείων. Από τον Κωνσταντίνο θεσπίζεται το 320 ο magister officiorum (μάγιστρος των θείων οφρικίων) με περισσότερες αρμοδιότητες, που σύντομα αυξήθηκαν. Η ισχύ του στηρίχθηκε στους agentes in rebus ή curiosi, οι οποίοι διέτρεχαν τις επαρχίες ως βασιλικοί ταχυδρόμοι και πληροφοριοδότες. Ως βασιλικοί ταχυδρόμοι, μετέφεραν βασιλικές εντολές και απέβλεπαν την ομαλή λειτουργία του ταχυδρομείου. Με την δεύτερη ιδιότητα συγκέντρωναν πληροφορίες για την δραστηριότητα και τα φρονήματα των κρατικών υπαλληλων, αλλά και γενικότερα για το κλίμα που επικρατούσε και την διάθεση του πληθυσμού. Επίσης, ως καθήκοντα είχε την εποπτεία των αυλικών τελετών και η υποδοχή των ξένων πρεσβευτών, για θέματα ασφαλείας και για την άνετη και ομαλή διακίνηση των ξένων πρεσβευτών. Έτσι, ο μάγιστρος κατέστη μέγας τελετάρχης και προϊστάμενος των διπλωματικών υπηρεσιών. Μέσα από αυτές τις δραστηριότητες, ήταν αναγκαία λειτουργία των δημόσιων συγκοινωνιών του δημόσιου ταχυδρομείου. Ο magister officiorum, λόγω των υψηλών καθηκόντων είχε συνεργασία με τον αυτοκράτορα τους Δ,Ε και Σ αιώνες. Ο ίδιος ασκούσε μεγάλη επιρροή. Ο quaestor sacri palatii, ανήκει στην κεντρική διοίκηση και είναι ένας θεσμός που ορίστηκε επί Κωνσταντίνου. Έργο του είναι να επικουρήσει τον αυτοκράτορα στην άσκηση των νομοθετικών και δικαστικών του καθηκόντων και γι αυτό θα έπρεπε να ήταν έμπειρος και με καλή παιδεία νομικός. Ο comes sacrarum largitionum (κόμης των θείων λαργιτιόνων ή θησαυρών) , ασκούσε γενική εποπτεία των δημόσιων οικονομικών. Η ονομασία του μας υπενθυμίζει ότι οι χορηγίες προς τους κρατικούς λειτουργούς και η μισθοδοσία των υπαλλήλων οφείλονται στην αυτοκρατορική γενναιοδωρία. Ο ίδιος διαχειριζόταν τον δημόσιο θησαυρό, ήταν προϊστάμενος της υπηρεσίας για την συλλογή των φόρων κατά διοικήσεις, ασκούσε την εποπτεία στις δημόσιες αποθήκες, στις οποίες συγκέντρωναν τις φορολογικές εισφορές σε είδος και τα προϊόντα των κρατικών εισφορών και είχε τον έλεγχο νομισματοκοπείων μεταλλείων και κρατικών εργαστηρίων. Άνηκε και η ανώτατη δικαιοδοσία για τις φορολογικές υποθέσεις. Ο comes rerum privatarum (ο κόμης των θείων πριουάτων), άνηκε στην οικονομική υπηρεσία και δεν είχε αρχικά δικαστικές αρμοδιότητες. Παρόλα αυτά, αργότερα, ήταν αρμόδιος δικαστής για υποθέσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα. Ως καθήκοντα είχε την ενσωμάτωση περιουσιών που δημεύονταν και η παρακολούθηση των εγκατεστημένων στα βασιλικά κτήματα παροίκων. 1.4 Η σύνθεση και η οργάνωση του στρατού Η τεράστια έκταση των συνόρων της αυτοκρατορίας και η απουσία των εφεδρικών δυνάμεων στα σύνορα δυσχαίρισαν την έγκαιρη απόκρουση των επιδρομών. Με την μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού δημιουργήθηκε το σύστημα των limitanei (οι συνοριακοί φρουροί) και του exercitus comitatenses. Η πρώτη κατηγορία έπαιρναν την ονομασία riparenses ή ripenses (παρόχθιοι) και ήταν εγκατεστημένοι στα σύνορα, σε κτήματα που είχαν λάβει από το κράτος να τα καλλιεργούν και αποζούν με αντάλλαγμα την υποχρέωση να προσφέρουν τις στρατιωτικές του υπηρεσίες για την άμυνα των συνόρων του τόπου εγκαταστάσεως τους. Την άμυνα διευκόλυναν φρούρια και πόλεις οχυρωμένες. Σε καίρια σημεία είχαν εγκατασταθεί στρατιωτικά τμήματα (exercitus comitatenses) , που βρίσκονταν σε περιοχές που κινδύνευαν από εχθρική επιδρομή. Έγιναν μεταβολές στην στρατιωτική ηγεσία, στην οποία αρχηγοί ορίστηκαν magistri peditum και magistri equitum, αλλά σε κυμαινόμενο αριθμό. Δύο παρέμειναν στην αυλή με την ονομασία praesentalis. Τον Βυζαντινό στρατό της πρώιμης περιόδου συγκροτούσε και πληθυσμός ορισμένων περιοχών.Αποτελούνταν, όμως και από μισθοφόρους που δέχονταν διαταγές από Ρωμαίους, Βυζαντινούς και αλλόθενους αξιωματικούς. Οι μισθοφοροί ήταν μια αξιόμαχη δύναμη, αλλά η παραμικρή χαλάρωση της πειθαρχίας μπορούσε να δημιουργήσει δυσάρεστες καταστάσεις, που μπορούν να γίνουν και επικίνδυνες. Ενότητα 2 (Σελίδα 77-86) 2.1 Ο αυτοκράτωρ - Αναγόρευση και στέψη. Η ρύθμιση της διαδοχής. Ο αυτοκράτωρ βρίσκεται στην κορυφή του πολιτικού οργανισμού, είναι η πηγή και ο φορεύς κάθε εξουσίας. Κατά την πρώιμη περίοδο ονομάστηκε Αύγουστος, ενώ την μέση ονομάστηκε Βασιλέας, με την φράση “ του δεινά βασιλέως”, η οποία μετέπειτα έγινε “το δεινά βασιλέως και αυτοκράτωρ Ρωμαίων”.Η πατριαρχική σύμπραξη κερδίζει σε ηθική βαρύτητα σε περιπτώσεις, όπως ότι στο θρόνο ανέρχεται επαναστάτης. καθώς στα μάτια των πιστών απαλυνεται η επαναστατική ενεργεία, αφου η ίδια εκκλησία μέσω του πατριάρχη καθαγιάζει τα βασιλικά σύμβολα, το δε στέμμα τοποθετεί στη κεφαλή του νέου αυτοκράτορα. Η αναγόρευση και η στέψη προσέλαβαν συγκεκριμένη λειτουργικότητα στο βυζαντινό πολίτευμα της μέσης περιόδου, λόγω της έλλειψης νομοθετικής ρυθμίσεως της διαδοχής, αλλά και για γιατι στο θρόνο υπήρχε επανειλημμένως επαναστατική ενέργεια. Με την πάροδο του χρόνου, ενδυναμώνεται η αρχή της κληρονομικής διαδοχής υπέρ του πρωτότοκου γιού του βασιλεύοντος ηγεμόνα. Υπήρχαν, όμως, συγκρούσεις, καθώς μέλη της βασιλικής οικογένειας ήθελαν να συμμετέχουν στην εξουσία. Για να μην προκύπτουν συγκρούσεις, ο ηγεμόνας όριζε από νωρίς ως διάδοχό του, τον πρωτότοκο γιό του, έστω ακόμη αν ήταν και νηπιακή ηλικία και επομένως νομικά και ουσιαστικά ήταν αδύνατο να ασκήσει εξουσία. Ακόμη, η μετάταξη του Βασιλόπαιδου στην κατηγορία του επισήμως αναδειχθέντος διαδόχου πραγματοποιείται με ειδική τελετή, με την ειδική ονομασία στέψις και συνδυαζόταν με γιορτές του Χριστιανισμού, όπως Χριστούγεννα, Πάσχα και την Πεντηκοστή. Αυτή η απονομή της βασιλικής ιδιότητας, συνδέθηκε με τον θεσμό της συμβασιλείας, κάτι το οποίο αποδεικνύεται και από επιγραφές. Παρόλα αυτά, κανείς δεν πολυπραγμόνησε για την νομική θέση των συμβαλίσεων, καθώς στα πρώτα στάδια του θεσμού ήταν ανήλικοι, συνεπώς ήταν περιορισμένη η δυνατότητα ασκήσεως πραγματικής εξουσίας.Επίσης, η εφαρμογή του θεσμού προκάλεσε και το θέμα της πολιτειακής ισοτιμίας των συμβασιλέων και την άσκηση της πράξης της εξουσίας, ιδίως όταν οι νέοι είχαν τη νόμιμη προς τούτο ηλικία των δεκαέξι ετών.Παρόλο που, η διαδοχή είχε δοθεί στον πρωτότοκο γιό του βασιλεύοντος ηγεμόνα, οι στρατιωτικοί του θέματος του Ανατολικού ζήτησαν με μια παρέμβαση μυστικιστικών συμβολισμών τη συμμετοχή και των δύων άλλων αδελφών στην εξουσία. Ο Θεοφάνης για την διαδικασία αυτή χρησιμοποιεί τον όρο στέψωμεν, χωρίς να μπορεί να καθορισεί το περιεχόμενο της τελετής για τους τρείς αδελφούς. Τον Ζ΄αιώνα δεν υπήρχε νομοθετική σύμβαση για τα μέλη της συμβασιλείας, αλλά ο πρεσβύτερος σε ηλικία και ο αρχαιότερος κατά την ανάδειξη αυτοκράτορας είχε το προβάδισμα και την ευθύνη της διοικήσεως. Η ορολογική διάκριση των συμβασιλέων στα νομίσματα του πρώτου μισού του Θ΄αιώνα, από τους οποίους ο αρχαιότερος χαρακτηρίζεται ως Βασιλεύς και ο συμβασιλεύες γιός δεσπότης, ανταποκρίνεται σε διαφοροποίηση της νομικής θέσεως στο πολίτευμα. Στα νομίσματα οι βασιλείς εικονίζονται ολόσωμοι ή με προτομή αυστηρά ιεραρχημένη τάξη, φορώντα βασιλικά σύμβολα και επίσημη στολή. Ο αυτοκράτωρ περιορίζεται στην ανάδειξη ενός συμβασιλέως.Όμως, γίνεται να υπάρχει νόμισμα με περισσότερους συμβασιλείς, εάν το επιθυμεί ο ηγεμόνας, για λόγους προσωπικούς ή πολιτικούς. Σε περιπτώσεις, βίαιης κατάληψης του θρόνου, ο νέος μονάρχης για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, προέβαινε στην ανάδειξη περισσότερων μελών της οικογένειας σε συμβασιλείς. Η ανάδειξη του νέου αυτοκράτορα συνδέεται με αναφώνηση, σύμφωνα με ορισμένο τύπο. Η αναγόρευση προετοιμαζόταν επισήμως με την συμμετοχή όλων των παραγόντων που καλούνταν για το σκοπό αυτό από αρμόδιο κρατικό λειτουργό. Αυτός που είχε την επιστασία της τελετής έδινε το σύνθημα της αναφώνησης, ώστε οι συγκεντρωθέντες να πληφορούνται επισήμως ποιός επρόκειτο να αναδειχθεί αυτοκράτωρ. Επίσης, προέβαιναν στην αναφώνηση του ονόματος, σύμφωνα με τον καθορισμένο επίσημο τύπο. Η στέψη, κατά κανόνα, όταν παρεμβάλλονταν δυσχέρειες, μπορούσε να περάσει αρκετός καιρός, χωρίς αυτό να έχει νομικές συνέπειες στην άσκηση της εξουσίας. Ο ανταπαιτητής είχε κάθε λόγο να επισπεύση της τέλεση της στέψεως, εφόσον είχε πολιτικά επιβληθεί. Η σύνδεση της αναλήψεως της εξουσίας με την αναγόρευση στις περιπτώσεις καταλύσεως του υπάρχοντος ηγεμόνος κατόπιν επαναστάσεως και κατ΄επανάληψη αναβολή της στέψεως είχαν ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί, ότι η κατά δίκαιον άσκηση της εξουσίας ήταν συνέπεια μόνο της αναγόρευσης. 2.2 Η τιτλοφορία Κατά την βασιλεία του Ηρακλείου ο επίσημος τίτλος του βυζαντινού ηγεμόνα μεταβάλλεται. Οι τίτλοι του ηγεμόνα την πρώιμη περίοδο, αντικαθίστανται με τον πανάρχαιο ελληνικό όρο βασιλεύς και συνδυάζεται με εμφαντική δήλωση της θρησκευτικότητας του αρχηγού του κράτους. Η οικεία απο την ελληνική παράδοση στον χώρο της βυζαντινής Ανατολής ονομασία βασιλεύς, συνηθισμένησ τον λαό, εκτόπισε την επίσημη λατινογενή τιτλοφορία, έτσι αυτή την περίοδο συνειδητοποιείται η ελληνικότης του κράτους.Κατα τον Θ΄αιώνα στον τίτλο του μονάρχη, προστίθεται και ο όρος αυτοκράτωρ, χωρίς να ενταχθεί ευθύς αμέσως σε ορισμένο τυπικό πλαίσιο, αλλά χρησιμοποιείται παράλληλα με τον όρο βασιλεύς.Η προσωνυμία βασιλεύς αποτελεί μέρος του επίσημου τίτλου μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας, αλλά με την επιρροή διεθνών εξελίξεων και την συνειδητοποίηση εσωτερικών,πολιτικών διεργασιών πλουτίζεται εννοιολογικώς προς το ακριβέστερο. Από την εποχή αυτή, επέρχεται ορολογική διάκριση μεταξύ του βασιλεύς αυτοκράτορος και του απλού βασιλέως, ανταπορκισμένη σε ορισμένο νομικό περιεχόμενο. Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα νομισμάτων και σφραγίδων με την ένδειξη βασιλεύς Ρωμαίων, από τα μέσα του Ζ΄αιώνα έως τις αρχές του Θ΄αιώνα. Αναγράφονται στα νομίσματα και στις σφραγίδες, βασιλεύς, ο πιστός βασιλεύς. Μέσα από την μελέτη νομισμάτων, επιγραφών, εγγράφων , αυλικών προτοκόλων και εθιμοτυπικών κειμένων διαπιστώνεται η τάση να προσαρμοστεί ο νέος τίτλος προς ορισμένο πολιτειακό πλαίσιο, για να δηλωθεί ο μονάρχης, που είχε το δικαίωμα να ασκεί πλήρη εξουσία. Ενότητα 3 (Σελίδα 99-102) 3.1 Η πώληση αξιωμάτων και τίτλων Δεν είναι σπάνια η αγορά αξιωμάτων. Άλλοτε καταδικαζόταν η συνήθεια, άλλοτε απαγορευόταν νομοθετικώς, άλλοτε προσδιοριζόταν επισήμως και επακριβώς το καταβλητέο χρηματικό ποσό για κάθε τίτλο και άλλοτε επαινείται ο ανώτατος άρχων για την απονομή αξιωμάτων και τίτλων με μόνα αξιοκρατικά κριτήρια, χωρίς καταβολή χρηματικού ανταλλάγματος. Διαπιστώνεται, ότι οι ανώτατες θέσεις της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης κεντρικής και επαρχιακής, παρέχονται από τον αυτοκράτορα άνευ υλικού ανταλλάγματος σε πρόσωπα της απόλυτης επιλογής της για μακρότερο ή βραχύτερο χρονικό διάστημα. Από την άλλη, υπηρεσίες ειδικών κατηγοριών και προπάντων τίτλοι είναι αντικείμενο ανταλλαγής μεταξύ κράτους και πολιτών. Το καταβαλλόμενο ποσό ήταν ανάλογο προς την ιεραρχική τάξη του επιδιωκόμενου τίτλου, όπως ανάλογη ήταν και η ετήσια πρόσοδος του τιτλόχου ή αξιωματούχου. Επιπλέον, τα οφέλη τη συναλλαγή, κοινωνικά και οικονομικά ήταν σημαντικά για τον πολίτη. Ανέβαινε στην κοινωνική κλίμακα,είχε προνομιούχο μεταχείριση στις κρατικές υπηρεσίες, απολάμβανε βασιλική χορηγία, ανάλογα με τη σπουδαιότητα του τίτλου. Ακόμη, είχε δικαίωμα συμμετοχής στην αυλική ζωή, πάλι ανάλογα με τη σπουδαιότητα του τίτλου και μεγάλωναν οι πιθανότητες να αποκτήση υψηλά αξιώματα. Για τον ιδιώτη τα μειονεκτήματα ήταν η απώλεια του κεφαλαιού, που περιερχόταν στο κράτος. Επιπλέον, δεν μπορούσαν να κληρονομηθουν πρόσοδοι και τίτλοι, και τα δύο ήταν ισόβια, αλλά ατομικά. Η δυνατότητα αγοράς τίτλου μέχρι ορισμένης αγοράς με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα εγκριθεί από τον αυτοκράτορα. Ο τίτλος δεν κληρονομείται, κάτι το οποίο εξηγεί και την αδυναμία να διαμορφωθεί στην βυζαντινή κοινωνία τάξη ευγενών μέχρι την άνοδο της δυναστείας των Κομνηνών. 3.2 Αυλικές υπηρεσίες Για την προσωπική υπηρεσία του αυτοκράτορα και τις ανάγκες της αυλής προβλεπόταν σειρά αξιωματούχων. Στις περισσότερες από τις αυλικές θέσεις στην πρώιμη και μέση περίοδο εγκαθίσταντο ευνούχοι, γιατί μόνο αυτών η παρουσία επιτρέπεται στους βασιλικούς κοιτώνες. Μερικοί ευνούχοι είναι τοποθετημένοι σε σπουδαίες ανακτορικές θέσεις και έγιναν πανίσχυροι και κυβέρνησαν το κράτος. Την πρώτη θέση μεταξύ των αυλικών είχε ο παρακοιμώμενος, ο οποίος ήταν επικεφαλής των κοιτωνίτων, επιφορτισμένος με την προσωπική ασφάλεια του αυτοκράτορα την νύχτα. Ακολουθεί, ο πρωτοβεστιάριος , ο οποίος ήταν προϊστάμενος του οικιακού βασιλικού βεστιαρίου, δηλαδή ιδιαίτερος του ταμείου και της προσωπικής ιματιοθήκης του αυτοκράτορα, όπου φυλάσσονταν οι βασιλικές στολές. Ο παπίας του μεγάλου παλατίου ή ο μέγας παπίας είχε την ευθύνη της ασφάλειας των ανακτόρων, όπως και την επιμέλεια του πολυαριθμου προσωπικού του απασχολούμενου με την συντήρηση και τον ευπρεπισμό του κτιρίου. Η θέση του μεγάλου παπίου, επιφορτισμένη με την φύλαξη των κλειδιών του ανακτορικών θυρών, ήταν καίρια για την προσωπική ασφάλεια του αυτοκράτορα. Ενότητα 4 (Σελίδες 107-115) 4.1 Λογοθέσιον του δρόμου Η υπηρεσία του δημόσιου δρόμου ήταν ζωτικής σημασίας για την αυτοκρατορία. Η ίδια εξασφάλιζε την επικοινωνία του κέντρου και της επαρχίας, την διαβίβαση των κυβερνητικών εντελών, την μετακίνηση των κρατικών λειτουργών, την διακίνηση των πρεσβευτικών αποστολών, ημεδαπών και αλλοδαπών. Οι υπηρεσίες του δημόσιου δρόμου αντικαταστάθηκε υπό την διεύθυνση του magister officiorum, του οποίου την πλήρη αρμοδιότητα υπήχθη μετά την κατάργηση της praefectura το 680.Το πρώτο μισό το Η΄αιώνα οι υπηρεσίες του magister officiorum διασπάστηκαν σε περισσότερους κλάδους και κατέστησαν ανεξάρτητες. Την ίδια εποχή ο λογοθέτης του δρόμου μαρτυρείται ότι έχει την επιμέλεια των ταχυδρομείων και των συγκοινωνιών. Στην αρμοδιότητα του ήταν και οι υπηρεσίες ασφάλειας. Ο λογοθέτης του δρόμου βρισκόταν σε επαφή με τους πρεσβευτές που δικαιούνται στο αυτοκρατορικό έδαφος, υπηρετούσε τις ξένες διπλωματικές αποστολές, συνέλεγε πληροφορίες, ώστε στο λογοθέσιον του δρόμου υπήχθησαν και οι διπλωματικές υπηρεσίες. Διατηρήθηκε ο οικονομικός χαρακτήρας,συνυφασμένος πάντοτε με τις αρμοδιότητες του λογοθέτου. Η άσκηση τόσο πολλών και πολύ διαφορετικών δραστηριοτήτων, άκρως εμπιστευτικόν, από ένα πρόσωπο ενίσχυσε τη θέση του αξιωματούχου και τον προώθησε στην πρώτη θέση. Η μεγαλύτερη ακμή του λογοθέσιου του δρόμου χρονολογείται τον Γ΄αιώνα. Ιδιαίτερη υπηρεσία ήταν το σκρίνιο των Βαρβάρων, το οποίο ήταν αρμόδιο για τις ξένες διπλωματικές αποστολές και την διακριτική επιτήρηση των αλλοδαπών που έμεναν στην πρωτεύουσα. Επικεφαλής ήταν ο βάρβαρος ή επί των βαρβάρων, ο οποίος ήταν ο ανώτερος αξιωματούχος, που είχε υπό τις διαταγές του σειρά υπαλλήλων, όπως τους χαρτουλαρίους των Βαρβάρων και πολυάριθμο σώμα ερμηνευτών. 4.2 Κεντρικές οικονομικές υπηρεσίες Η δημοσιονομική επιβάρυνση του πληθυσμού επέβαλε την οργάνωση υπηρεσιών, τόσο για την είσπραξη των σχετικών εισφορών, όσο και για την επίβλεψη των τεχνικών έργων. Έτσι, αναπτύχθηκε εκτεταμένο δίκτυο ειδικευόμενων κυρίως δημοσιονομικού χαρακτήρος υπηρεσιών. Το λογοθέσιο του γενικού αντικατέστησε την γενική τράπεζα, που ήταν κλάδο της praefectura praetorio. Διοικούμενο από τον λογοθέτη του γενικού ή γενικό λογοθέτη ή απλώς λογοθέτη. Ανέλαβε την κατανομή κάθε είδους φόρων, την φροντίδα της εισπράξεως των, την ενημέρωση και συμπλήρωση των φορολογικών καταλόγων. Με την πάροδο του χρόνου το λογοθέσιο του γενικού κατέστη ο φορεύς της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής τόσο ως προς τον προγραμματισμό, όσο και στην εφαρμογή στους επιμέρους τομείς, που ήταν 12 στο σύνολο. Πρώτος στην ιεραρχία με τον λογοθέτη ήταν ο χαρτουλάριος του σεκρέτου, αρμόδιος για την εποπτεία του κτηματολογίου, βασικό όργανο για την φορολογική ενημέρωση. Ακόμη, ασκούσε τον οικονομικό έλεγχο στις κεντρικές υπηρεσίες και τα θέματα. Ύστερα, είναι οι επόπτες των θεμάτων, οι οποίοι ήταν αρμόδιοι για τον καθορισμό του φόρου και την εποπτεία της εισπράξεως. Για την ανάπτυξη και την συντήρηση των πηγών του εθνικού πλούτου ασχολήθηκαν οι υπηρεσίες, όπως ο κόμης των υδάτων και κόμης της λαμίας. Εκτός από τα παραπάνω υπήρχε ο διαχειριστής του προσωπικού ταμείου του αυτοκράτορα, ο σακελλάριος, ο οποίος απέκτησε ισχύ από τις αρχές του Ζ΄αιώνα, δηλαδή αντικατέστησε τον κόμητα των θείων θησαυρών. Με αυτό τον τρόπο το προσωπικό ταμείο του αυτοκράτορα, σακέλλη, κατέστη το κεντρικό ταμείο του κράτους και ο επικεφαλής του αξιωματούχου έγινε ελεγκτης όλου του κρατικου μηχανισμού. Οι υπαγόμενες οικονομικές υπηρεσίες στην praefectura praetorio μετατράπηκαν σε αυτοτελείς, κάθε μία με αυτοτελή προϊστάμενο, λογοθέτη του γενικού, λογοθέτη του στρατιωτικού. Ο λογοθέτης του στρατιωτικού φρόντιζε να εξασφαλίζει τους στρατιωτικούς πόρους, την μισθοδοσία των αξιωματικών και ανδρών. Το 626,η οργάνωση το λογοθέτη συνέπεσε με την κατάργηση της praefectura praetorio, από την οποία παρέλαβε όσες αρμοδιότητες αφορούσαν τον στρατό.Την μεγαλύτερη ανάπτυξη γνώρισε το λογοθέσιο του στρατιωτικού, όταν ανέλαβε και τον έλεγχο των στρατιωτικών καταλόγων ή κωδικών, στους οποίους εκτός των άλλων είχαν αναγραφεί και τα βάρη που αφορούσαν τα στρατιωτικά κτήματα. Στην ίδια υπηρεσία άνηκε και η φροντίδα κατασκευής φρουρίων και γεφυρών. Ο λογοθέτης των αγγέλων ήταν σημαντικός αξιωματούχος τον Θ΄και Ι΄αιώνα και είχε περιορισμένο υπαλληλικό προσωπικό. Όμως ελέγχει τα μεγάλα μικρασιατικά κέντρα, εκτροφής των ίππων, ημιόνων και όνων για τις ανάγκες του στρατού, των δημόσιων μεταφορών και συγκοινωνιών. Σε όλες τις υπηρεσίες υπηρετούν νοτάριοι και χαρτουλάριοι, επιφορτισμένοι με τη σύνταξη των εγγράφων, τήρηση του πρωτοκόλλου και γενικώς των αρχείων. Άλλες αρμοδιότητες ήταν συμφυείς με την ιδιαίτερη υπηρεσία, στην οποία άνηκε κάθε κατηγορία. 4.3 Ειδικές οικονομικές υπηρεσίες Οι οικονομικές υπηρεσίες, άλλοτε ήταν υπό τον σακελλάριο κατά τον Θ΄αιώνα εμφανίζονται ανεξάρτητες με πιο ειδικές αρμοδιότητες και με σχετικά περιορισμένο προσωπικό. Ο χαρτουλάριος της σακέλλης ή του σακέλλιου. Ο χαρτουλάριος του βεστιαρίου ήταν στο προσωπικό του αυτοκράτωρ για την προφυλακή του υλικού, που προοριζόταν για τον εξοπλισμό του στόλου, ακατέργαστων πολύτιμων μετάλλων και άλλου πολύτιμου υλικού. Ο του ειδικού λόγου ή ιδικού για την φύλαξη των χρημάτων, που προορίζεται για ορισμένες δαπάνες ή την φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων, κυρίως από χρυσό και μετάξι. Ο μέγας κουράτορας έχει την επιμέλεια της περιουσίας του στέμματος. Οι κύριες αρμοδιότητες του κατανέμονται στους κουράτορες των παλατίων για την συντήρηση των ανακτόρων και τους κουράτορες των κτημάτων για την διαχείριση των βασιλικών γαιών. 4.4 Επαρχιακές δημοσιονομικές υπηρεσίες. Κομμερκιάριοι. Οι φορολογικές υπηρεσίες οργανώθηκαν σε νέα βάση. Οι περιφερειακές υπάγονται στην καθ΄ύλη αρμόδια κεντρική υπηρεσία. Συντονιστής και επόπτης της πολιτικής διοίκησης είναι ο πρωτονοτάριος του θέματος. Οι δημοσιονομικές υπηρεσίες διακρίνονατι στις επιφορτισμένες με την τήρηση κτηματολογίου και φορολογικών καταλόγων και τις άλλες υπηρεσίες, που έχουν ως έργο την είσπραξη των φόρων. Στις επιφορτισμένες ανήκουν οι χαρτουλάριοι των θεμάτων, οι οποίοι ήταν αρμόδιοι για τη τήρηση του κτηματολογίου και οι χαρτουλάριοι των αρκών, που ασχολούνταν με τις λογιστικές υπηρεσίες και με τα επαρχιακά ταμεία σε κάθε διοικητική περιφέρεια, με την βοήθεια τεχνικών υπαλλήλων. Οι επόπται ήταν υπεύθυνοι για την περιοδική ενημέρωση και ενδεχόμενη αναθεώρηση των κτηματολογίων. Οι γενικοί κομμερκιάριος αποθήκης ασκούσαν, μέχρι την βασιλεία του Λέοντος Γ΄, τον έλεγχο και την οργάνωση της οικονομικής ζωής μεγάλων γεωγραφικών διαμερισμάτων. Ήταν ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, που κατά καιρούς έχουν τιμηθεί ως φορείς του λειτουργήματος αυτού. Οι κομμερκιάριος επεβλεπαν την λειτουργία των αποθηκών, χώρων συγκέντρωσης των προϊόντων και διακίνησης των εμπορευμάτων, έχοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο τη φροντίδα του ομαλού ανεφοδιασμού της περιοχής. Δεν φαίνεται να απαιτούσε μόνιμη εγκατάσταση σε επαρχιακό κέντρο, καθώς οι γενικοί καμμερκιάροι αποθήκης φαίνεται να συμμετέχουν σε οικονομικές υπηρεσίες, με την ιδιότητα του γενικού λογοθέτη. Επίσης αξιώματα που σχετίζονται με την διεύθυνση των κρατικών εργαστηρίων, όπως ήταν ο εργαστηριάρχης ή ο άρχων του βλαττίου.Από τις σφραγίδες απαλείφεται ο όρος αποθήκη και αντικαθίστανται με την υπηρεσιακή ένδειξη των βασιλικών κομμερκιον της δεινά πόλεως περιοχής. Η έκταση αυτών των περιφερειακών διαμερισμάτων περιορίζεται συγκριτικά προς το παρελθόν και προσαρμόζεται άλλοτε προς την φορολογική διοίκηση και άλλοτε προς μικρότερες διοικητικές μονάδες, όπως τα μικρότερα θέματα. Ενότητα 5 (Σελίδα 203-204) 5. Η Αντιβασιλεία Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί στην πράξη η παρουσίαση στο βυζαντινό θρόνο ανήλικου αυτοκράτορος δημιούργησε το θεσμό της αντιβασιλείας. Ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία με την επανάληψη τους διαμόρφωσαν κανόνες, οι οποίοι δεν προσεβλήθησαν την τυπική μορφή νόμου, αλλά η επανειλημμένη και ομοιόμορφη άσκηση τους καθόρισε τα πλαίσια, μέσα στα οποία λειτούργησε ο θεσμός της αντιβασιλείας, που μπορεί να συγκροτηθεί με διάφορους τρόπους. Στην πρώιμη περίοδο και μέχρι τα μέσα του Ζ΄αιώνα, την ευθύνη αναδέχεται το συλλογικό όργανο και μάλιστα η σύγκλητος, απόρροια προφανώς και της προβλεπόμενης θέσης της ως συλλογικού οργάνου. Στα μέσα του Ζ΄αιώνα, η αυτοκρατορική εξουσία καθίσταται περισσότερο συγκεντρωτική και ο θεσμός της συμβασιλείας αποκρυσταλλώνεται σε περισσότερο συγκεκριμένη νομική μορφή, αρχίζει να προβάλλει την εύλογη σκέψη, δηλαδή να αναζητηθεί ο αντιβασιλέας μεταξύ των στενών συγγενών. Ως προς την νομική βάση της αντιβασιλείας έχει σημασία η νομική του ιδιότη, δηλαδή αν είναι απλή επίτροπος, ή εάν έχει και αυτή αυτοκρατορική ιδιότητα, οπότε ασκεί και ιδίω ονόματι την εξουσία. Υπάρχει δυνατότητα αντί της βασιλομήτορος να ορισθεί ολιγομελές συμβούλιο αντιβασιλείας από 3 ή 5 μέλη συνήθως, μεταξύ των οποίων και ο πατριάρχης, χάρη στο μεγάλο κύρος της Εκκλησίας. Τους τελευταίους αιώνες, ήταν δυνατό να επιλεγεί ως αντιβασιλέας ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, είτε άλλο ανώτερος αξιωματούχος που ήταν υπό την εμπιστοσύνη του αυτοκράτωρ. Ο τεχνικός όρος για την βασιλεία είναι επίτροπος. Διάταξη να ρυθμίζει το έτος της πολιτικής ενηλικίωσης του ανήλικου αυτοκράτορος-βασιλέως το οποίο σύμφωνα με πηγές ήταν το δέκατο-έκτο έτος. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τότε αστικό δίκαιο η ενηλικίωση επέρχεται με την συμπλήρωση του εικοστού πέμπτου έτους. Υπάρχει διαφορά της ενηλικίωσης ως προς το αστικό και πολιτειακό δίκαιο. Ενότητα 6 (Σελίδα 227-235) 6.1 Έπαρχος της πόλεως και λογοθέσιο του δρόμου Ο έπαρχος της πόλεως ήταν σημαντική κεντρική αρχή. Ο έπαρχος όφειλε στην φύση την υπηρεσία του, που αφορούσε τον έλεγχο του ανεφοδιασμού και την τήρηση της τάξης στην Βασιλεύουσα, τομείς νευραλγικούς για την σταθερότητα της δυναστείας. Για να μη αναπτυχθεί επικίνδυνα η δύναμη του επάρχου, η νομοθεσία προβλέπει περιορισμένη τοπική ισχύ της δικαιοδοσίας του. Καμία ουσιαστική μεταβολή δεν σημειώθηκε στην λειτουργία του λογοθέσιου του δρόμου, του οποίου ο προϊστάμενος χάρη στις πολλαπλές αρμοδιότητες, κατέκτησε στην πράξη την θέση πρωθυπουργού στο μεγαλύτερο μέρος του Θ΄και Ι΄αιώνα. Από το σφραγιστικό υλικό διαπιστώνεται η άρτια οργάνωση του οξέος δρόμου. Ο λογοθέτης του δρόμου και ο αμέσως επόμενος στην ιεραρχία και υπηρεσιακός αντικαταστάτης του πρωτονοτάριος του δρόμου εκάλυπταν όλη την αυτοκρατορία, ο τρίτος στην τάξη χαρτουλάριος, επιφορτισμένος με την συντήρηση και επίβλεψη της λειτουργίας του οδικού δικτύου για την καλύτερη άσκηση του έργου του μερίζεται την αρμοδιότητα αυτή με άλλον ομοιοβαθμο του, ώστε ο ένας να ονομάζεται χαρτουλάριος της Δύσης και ο άλλος χαρτουλάριος του δρόμου των Ανατολικών, οι περισσότεροι τιμημένοι με τον σημαντικό τίτλο του πρωτοσπαθάριου. Δύο ακόμα σφραγίδες μαρτυρούν την παρουσία ιδιαίτερου, κατώτερου στην ιεραρχία, όπως συνάγεται από τους τίτλους υπαλλήλου, εκπροσώπου της Θράκης. Την επινοητικότητα και ικανότητα προσαρμογής της βυζαντινής διοικήσεως στις ανάγκες της υπηρεσίας επισημαίνει, πως η πρόβλεψη κριτού με αποκλειστική αρμοδιότητα τους δρόμους και τους επικεφαλής των συνομιακών φρουρών. 6.2 Κεντρικές οικονομικές υπηρεσίες Το σέκρετον του γενικού λογοθέσιου συνεχίζει την πολυμερη δημοσιονομική του δραστηριότητα, της οποίας την εφαρμογή στην πράξη προσεγγίζουμε περισσότερο χάρη στις υπηρεσιακές σφραγίδες του προσωπικού. Η υπηρεσία φθίνει στο μέτρο που της αφαιρείται ο έλεγχος των γαιών του δημοσίου. Με το πολιτικο- οικονομικό πρόγραμμα του Βασίλειου Β΄εναρμονίζονται οι αρμοδιότητες που φαίνεται να επωμίσθηκε το σέκρετον επί των οικιακών, γι΄αυτό και αποδόθηκε στον ανώτερο αυτοκράτορα ή προαγωγή σε ανεξάρτητη υπηρεσία ταμείου και άνηκε στο σέκρετον του γενικού λογοθέσιου, με αποκλειστικότητα τον έλεγχο γαιών του στέμματος κατά μία άποψη, των γαιών του δημοσίου κατ΄άλλη. Σέκρετον επί των οικιακών πραγματοποιεί την αγορά γής εκ μέρους του κράτους, την είσπραξη που της αναλογεί, την είσπραξη προστίμων για λογαριασμό του δημοσίου και ασχολείται με βάρη και έκτακτες αγγαρείες, που επιβαρύνουν τα αγροκτήματα και όσους ασχολούνται με την καλλιέργεια τους. Το νέο σέκρετο κέρδιζε διαρκώς σε σπουδαιότητα, καθώς αναπτύχθηκε στο δημοσιονομικό τομέα ή τάση να αναλάβει το κράτος απευθείας την εκμετάλλευση των ιδιοκτητών των κτημάτων, μέσω των κρατικών παροικών, των δημοσιαρίων. Ο σακελλάριος και αργότερα ο μέγας σακελλάριος, έγινε επικεφαλής της κεντρικής οικονομικής υπηρεσίας. Παραχώρησε την διεύθυνση στον χαρτουλάριο της σακέλλης και ανέλαβε τον καθολικό έλεγχο των κρατικών οικονομικών υπηρεσιών. Οι υψηλότεροι τίτλοι συνοδεύουν τους κατόχους των σφραγίδων σακελλαρίους από το δεύτερο μισό του Θ΄αιώνα. Σε κάθε σέκρετο υπαλλήλων, πρωτονοταρίων, νοταρίων, ιδιαίτερης οικονομικής φύσεως λειτουργήματα ασκούσαν ο μετρητής του σακελλάριου για μετρήσεις και ζυγοσταθμίσεις. Ο λογοριαστής του σεκρέτου του σακελλάριου, ο άρχων της θυμέλης για αντιμετώπιση των εξόδων των δημόσιων θεμάτων. Το ειδικόν, ειδικός λόγος, σέκρετον του ειδικού. Με τις εξαρτημένες υπηρεσίες του, ‘οπως το οικιακόν βασιλικόν βεστιάριο, που ήταν σαν σύγχρονο θησαυροφυλάκιο, αποθήκη στρατιωτικού υλικού και εργαστηριακό κέντρο. Φύλαγε και διαχειριζόταν του θησαυρούς του στέμματος, φύλαγε και διακινούσε το στρατιωτικό υλικό για τον εξοπλισμό εκστρατευτικού σώματος, χρηματοδοτούσε την προετοιμασία ναυτικής εκστρατείας, είχε την επίβλεψη των κρατικών εργαστηρίων για την παραγωγή μεταξωτών και επιβλέπει τα βασιλικά χρυσοχοικά εργαστήρια. Ο προϊστάμενος της υπηρεσίας, συνήθως με τον υψηλό τίτλο του πρωτοσπαθάριου, είχε βοηθούς χαρτουλάριο, πρωτονοτάριο, νοτάριο του ειδικού λόγου. Στην δε τεχνική αριθμό συνεργατών με αποκλειστική σε ένα τομέα και πάλι με ιεραρχική τάξη και ειδίκευση. Δύο οικονομικές υπηρεσίες με την ονομασία βεστιάριο καλύπτουν το θησαυροφυλάκιο του δημοσίου και το προσωπικό του αυτοκράτορα. Το βασιλικό βεστιάριο περιλαμβάνει πολύτιμα αντικείμενα, ευγενή μέταλλα και χρηματικά αποθέματα. Στο ίδιο φυλάσσεται στρατιωτικό υλικό για τον εφοδιασμό των εκστρατευτικών σωμάτων στη στεριά ή την θάλασσα. Ο αξιωματούχος βεστιάριος είχε αρκετό προσωπικό. Σ΄αυτό άνηκαν ο μονητάριος, αλλιώς άρχων της χαραγής, προϊστάμενος του νομισματοκοπείου και ο προϊστάμενος της αποθήκης υλικού πολέμου στην Κωνσταντινούπολη, εξαρτιστής. Το βασιλικόν βεστιάριο ήταν το σημαντικότερο ταμείο του κράτους. Εξαρτημένο από το βεστιάριο ήταν το οικειακόν βασιλικόν βεστιάριον, που συνιστούσε το ανακτορικό θησαυροφυλάκιο. Στην αρμοδιότητα της ίδιας υπηρεσίας άνηκε το αυτοκρατορικό φαρμακείο, η αρωματοποιία και η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη. Από τα μέσα ΙΑ΄απαντούν οι βεστιαρίται, στους οποίους ανατίθεται διακριτικές κρατικές αποστολές. 6.3 Κουρατορία των Βασιλικών οίκων Ευαγείς οίκοι. Ευαγή σέκρετα Η κουρατορία των βασιλικών οίκων, από την εποχή του αυτοκράτορος Μαυρικίου υπό τον μέγα κουράτορα, παραμένει μέχρι τα εβδομηκοστά έτη του Θ΄αιώνα, αρμόδια για την διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και του στέμματος. Από τον Ι΄αιώνα συνιστώνται ιδιόμορφοι και πολυσχιδείς με δημοσιονομικό, οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα, οι οίκοι για την εκμετάλλευση αστικών και αγροτικών ακινήτων που ανήκουν σε ευαγή ιδρύματα, τα οποία συνέστησαν ή ριζικά ανακαίνισαν αυτοκράτορες ή άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Προσαρτημένοι, οι οίκοι σε μοναστήρια, μερικές φορές και σε εκκλησίες, ασκούσαν πολύμορφη κοινωνική πρόνοια, ιδίως για την προστασία των ορφανών, την περίθαλψη ασθενών και γερόντων. Οι ευαγείς οίκοι συνιστούσαν αυτοδύναμη οικονομική μονάδα, που έλεγχε, καλλιεργούσε και διαχεριζόταν ακίνητα, διάσπαρτα σε διάφορα μέρη, κάποτε και μακρινές επαρχίες. Απολάμβαναν οικονομικά προνόμια, ανάλογα με όσα ίσχυαν για τα κτήματα του δημοσίου. Η προσπάθεια ιδρυμάτων και μοναστηριών που ίδρυσαν ιδιώτες, απλοί και ανώτερης τάξης, να εξοικειωθούν με ευαγείς οίκους. Ανώτερος υπάλληλος οικονόμος βοηθούμενος από χαρτουλάριο και νοταρίους, ανεξάρτητος όμως από τον ηγούμενο, διοικούσε το ίδρυμα. Με την πάροδο του χρόνου οι ευαγείς οίκοι μετονομάστηκαν σε ευαγή σέκρετα, προβάλλοντας έτσι τον δημοσιονομικό τους χαρακτήρα. Πλούσιοι πλέον, οργανισμοί με εισοδήματα που υπερέβαιναν τις δαπάνες συντήρησης τους, είχαν περίσσευμα που διοχετεύονταν στο δημόσιο ταμείο ή μεταφέρονται σε άτομα για ορισμένο διάστημα, διαμορφώνοντας έτσι το θεσμό της χαριστικίου, για τον οποίο περισσότερα κατωτέρω. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το σέκρετον του κουρατορικίου των Μαγγάνων. Διαχερίζεται την διάσπαρτη σε όλο το κράτος τεράστια περιουσία, που άνηκε στην Κωνσταντινουπολίτικο μοναστηριακό συγκρότημα του Μαγγανά με την εκκλησία του Τροπαιοφόρου, το ομώνυμο ανάκτορο, τη Νομική Σχολή. Το διοικητικό μηχανισμό του Οίκου αποκαλύπτουν σφραγίδες των υπαλλήλων του, που άνηκαν στον μεγάλο κουράτορα των Μαγγάνων και άλλες αποκλειστικές του Τροπαιοφόρου που μνημονεύουν τον μεγάλο οικονόμο και υφιστάμενους του, μια δε τον σέκρετον του Τροπαιοφόρου. Τέλος, ο οικονόμος των ευαγών οίκων ή απλώς των ευαγών κάνει νέα αρχή και εμφανίζεται στις αρχές του ΙΑ΄αιώνα, με αποστολή να ελέγχει του ευαγείς οίκους και φαίνεται να αντικατέστησε τον μεγάλο κουράτορα. Ενότητα 7 (Σελίδα 352-353) 7. Επίσημη τιτλοφορία του ηγεμόνος Βασιλεύς αυτοκράτωρ / Βασιλεύς πορφυρογέννητος Κατά την βασιλεία των Κομνηνών ο άσκων της εξουσίας ηγεμών είχε τον τίτλο πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ενώ ο επίδοξος διάδοχος σε μικρή ηλικία, έχει λάβει σε επίσημη τελετή ορισμένα σύμβολα και τον τίτλο βασιλεύς. Μαζί με τον όρο Βασιλεύς υπάρχει και ο όρος πορφυρογέννητος, ο οποίος είναι αποκλειστικά για τον αυτοκράτορα. Ο προσδιορισμός του πορφυρογέννητου δεν ήταν τυπικός αλλά ουσιαστικός. Έτσι, ο επίδοξος διάδοχος έχει λάβει επίσημη καθιέρωση σε ειδική εθιμοτυπικού χαρακτήρος τελετή, αλλά αποκομμένη από άσκηση οποιαδήποτε εξουσίας. Ενότητα 8 8.1 Tα μολυβδόβουλλα ως τεκμήρια της βυζαντινής κοινωνίας Οι σφραγίδες συνιστούν τα αρχαιότατα αντικείμενα και η χρήση τους ανάγεται χρονολογικά στην τέταρτη χιλιετία π.Χ. Η σφραγίδα αποτελούσε σύμβολο εξουσίας και υψηλής κοινωνικής θέσης. Η διπλή λειτουργία της, ως υποκατάστατου μιας υπογραφής, αλλά και ως αδιάρρηκτου μέσου ασφάλειας μιας επιστολής ή ενός δέματος εξασφαλίζοντας το περιεχόμενο ως προσωπικό και απόρρητο, παρέμεινε βασικά αναλλοίωτη σε όλη την ιστορική πορεία της. Tα παραδοσιακά μέσα σφράγισης ήταν αρχικά το κερί και ο πηλός. Ο μόλυβδος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, πιθανότατα τον 1ο αιώνα μ.X., ως υλικό αρκετά μαλακό για να επιδέχεται πίεση, και επιπλέον ήταν ικανοποιητικά ανθεκτικό σε δύσκολες συνθήκες μεταχείρισης, ώστε να μην καταστρέφεται εύκολα. Αρχικά η μολύβδινη βούλα ήταν το αποτύπωμα σιδερένιας σφραγίδας ή συχνότερα δαχτυλιδιού. Mε την πάροδο του χρόνου και την απόκτηση της ανάλογης εμπειρίας στην τέχνη της σφράγισης, ανακαλύφθηκε ένα εξαιρετικά εύχρηστο και λειτουργικό εργαλείο σφραγίσματος, το βουλλωτήριο, ένα είδος τανάλιας, με δύο διασταυρούμενους βραχίονες κυλινδρικών απολήξεων. Στην εσωτερική πλευρά τους χαράσσονταν αντίστροφα οι μήτρες της σφραγίδας. Το πολύτιμο αυτό εργαλείο παρείχε τη δυνατότητα να σφραγίζονται ταυτόχρονα και σε κανονική θερμοκρασία οι δύο όψεις ενός μικρού δίσκου από δύο εφαπτόμενα πέταλα μολύβδου. Το προϊόν αυτής της διαδικασίας είναι το γνωστό μολυβδόβουλλο. Aυτή η νέα μέθοδος σφράγισης διαδόθηκε ευρύτατα κατά τον 5ο και 6ο αιώνα μ.X. Αντικείμενο (μορφή-χρήση) Tο μολυβδόβουλλο έχει τη μορφή ενός σφραγισμένου και από τις δύο όψεις δίσκου μικρής διαμέτρου, που κυμαίνεται από 1,5 έως 4,5 εκατοστά. Αποτελείται από δύο εφαπτόμενα, πέταλα μολύβδου, την εσωτερική πλευρά των οποίων διατρέχει ένα αυλάκι. Mε την εφαρμογή των πετάλων τα αυλάκια ενώνονται και δημιουργείται στο κέντρο του δίσκου ένα «κανάλι» ή δίαυλος, από τον οποίο διερχόταν το νήμα εξάρτησης, η γνωστή ήρινθος των Βυζαντινών, που συνέδεε το μολυβδόβουλλο με το έγγραφο. Οι δίσκοι που χρησίμευαν για τη σφράγιση ήταν χυτοί και οι μήτρες κατασκευής τους είναι γνωστές από ανασκαφικά ευρήματα. Η βασική λειτουργία της σφραγίδας, επί της οποίας αναγράφονται τα στοιχεία του κατόχου, δηλαδή όνομα, τίτλος, αξίωμα, τόπος, ήταν να διασφαλίσει μία επιστολή ή ένα δέμα από τυχόν διάρρηξη, αλλά και να προσδώσει νομικό κύρος σε μια ανοικτή επιστολή ή ένα έγγραφο εκχώρησης προνομίων. Πριν από το δέκατο αιώνα, όταν κυριαρχούσε ο αναλφαβητισμός, η βούλλα ήταν το μοναδικό και εντελώς απαραίτητο σήμα κύρους των επισήμων εγγράφων. H γραπτή υπογραφή αναγνωριζόταν κατά καιρούς ως στοιχείο εγκυρότητας μιας επιστολής, έγινε όμως απαραίτητη μόνο από τον 11ο αι. και μετά. Συνεπώς, το μολυβδόβουλλο ήταν δυνατόν να παρουσιάζεται αντί υπογραφής. Οι κρατικοί ή εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν σε έγγραφο που δεν είχαν εκδώσει οι ίδιοι για να το καταστήσουν έγκυρο. Επιπλέον αποτελούν τεκμήριο ταυτότητας, δεδομένου ότι ήταν δυνατόν να δοθεί από τον επίσημο κάτοχο στον απεσταλμένο ή εκπρόσωπό του, ως σημείο αναγνώρισης. Οι αξιωματούχοι προσπαθούσαν να διατηρούν τον ίδιο τύπο σφραγίδας, ώστε το μολυβδόβουλλο τους να είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από τον παραλήπτη της επιστολής. Tο συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη μελέτη σφραγίδων, που ενώ ανήκουν στον ίδιο κάτοχο, παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές, που οφείλονται ακριβώς στην αναπαραγωγή τους από διαφορετικά βουλλωτήρια. Συνήθως οι παραλλαγές συνίστανται είτε σε διαφορετική διάταξη της επιγραφής, είτε σε διαφορές των διακοσμητικών στοιχείων. Άλλη αιτία για να αντικατασταθεί το βουλλωτήριο, ήταν η προαγωγή του αξιωματούχου στην ιεραρχία και η απόκτηση υψηλότερου βαθμού, που έπρεπε να φαίνεται στη νέα σφραγίδα. Ο Μιχαήλ Aνζάς (εικ.2 Μολυβδόβουλλο Μιχαήλ Ανζά, β΄μισό 11 ου αι.) είναι ένας βυζαντινός αξιωματούχος, που έζησε στο β΄ μισό του 11ου αι. και του οποίου έχουν διασωθεί μολυβδόβουλλα σε διάφορες συλλογές, με όλους τους τιμητικούς τίτλους και τα αξιώματα που κατά καιρούς κατείχε: του ιλλουστρίου, του βέστη, του κριτή του βήλου και του κοιαίστορος (και τα δύο αφορούν σε δικαστικές αρμοδιότητες), καθώς και του παραθαλασσίτη (ναυτοδίκης, λιμενικός ελεγκτής). Στην πορεία της σταδιοδροίας του άλλαξε τρεις φορές το βουλλωτήριό του, για να δηλώνει κάθε φορά το νέο αξίωμα, διατηρούσε ωστόσο στον εμπροσθοτυπο της σφραγίδας την παράσταση της Θεοτόκου, είτε στον τύπο της Οδηγήτριας, είτε στον τύπο της δεομένης. Αρκετά μολυβδόβουλλα είναι σφραγισμένα δύο φορές, είναι δηλαδή δίπαιστα, γεγονός που μαρτυρεί ότι το υλικό είχε κάποια αξία και ήταν περιζήτητο. Στο Βυζάντιο οι βούλες δεν κατασκευάζονταν μόνο από μολύβι.Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τον άργυρο για τα αργυρόβουλα και το χρυσό για τα χρυσόβουλα. Η χρήση του χρυσού και του αργύρου για την παραγωγή σφραγίδων δεν ήταν τόσο διαδεδομένη όσο αυτή του μολύβδου, αλλά περιορισμένη και υπό ειδικές συνθήκες. Το βάρος της χρυσής βούλας ρυθμίζεται με τους ίδιους ακριβώς κανόνες που ίσχυαν και για τις νομισματικές μονάδες, υπήρχε δηλαδή αντιστοιχία χρυσής βούλας και νομίσματος, που καθοριζόταν από τη σπουδαιότητα του παραλήπτη, αλλά και της περίστασης. Σπανιότερα από τα χρυσόβουλα είναι τα αργυρόβουλο, τα οποία χρησιοποιήθηκαν ως φθηνότερη λύση από τους δεσπότες της Ηπείρου και της Πελοποννήσου για περιορισμένο χρονικό διάστημα. O αριθμός τους ήταν μικρός γι’ αυτό και σώθηκαν ελάχιστα δείγματα, που ακόμα εξαρτώνται από τα έγγραφα που επικύρωσαν. Πολύ κοινές ήταν οι κέρινες βούλες, λόγω όμως της φθαρτότητας του υλικού κατασκευής τους, ελάχιστες διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, σε αντίθεση με τα εργαλεία παραγωγής τους, όπως δαχτυλίδια και σφραγίδες που διατηρούνται σε ικανό αριθμό. Tα αντικείμενα αυτά, εκτός από τις αντίστροφες επιγραφές τους, συνήθως φέρουν εγχάρακτα ονογραφήματα ή παραστάσεις.Τα μολυβδόβουλλα ανακαλύπτονται σε ολόκληρη την επικράτεια της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και πέραν αυτής. Σημαντική θέση εντοπισμού τους είναι οι ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά στην Κωνσταντινούπολη, όπου συσσωρεύονταν τα προϊόντα εκσκαφών από τις παντός είδους οικοδομικές εργασίες στην πόλη. Τα κύματα που ξεπλένουν τα χώματα στην ακτή έφεραν στο φώς τα μολυβδόβουλλα, έτοιμα προς περισυλλογή. Ωστόσο, τα περισσότερα μολυβδόβουλλα που διασώζονται στις κρατικές και ιδιωτικές συλλογές είναι ευρήματα τυχαίων περισυλλογών και ελάχιστα έχουν γνωστή προέλευση. Το γεγονός αυτό ασφαλώς δεν συμβάλλει στην τεκμηρίωση των οδών της δι’ αλληλογραφίας επικοινωνίας στην αχανή επικράτεια της Αυτοκρατορίας, αλλά ούτε και στην ενδελεχή μελέτη της επαρχιακής διοικητικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης. Aυτή η κατεύθυνση της έρευνας ενισχύεται ιδιαίτερα με τη μελέτη των μολυβδόβουλλων που προέρχονται από τις ανασκαφές ή είναι γνωστής προέλευσης, και τα οποία για το λόγο αυτό καθίστανται ιδιαιτέρως σημαντικά. Τυπολογία Σταδιακά, ήδη από τον 7ο αι. το μολυβδόβουλλο στόχευε να παρουσιαστεί ως ολοκληρωμένη ταυτότητα του κατόχου με τα κυριότερα στοιχεία του: όνομα, ιδιότητα, αξίωμα, τίτλος, τοπωνύμιο. Ήταν μια βασική αρχή, που παραμένει λειτουργική επί αιώνες, με εξαίρεση τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, των οποίων οι τίτλοι αποτελούσαν πολιτική δήλωση. Για το λόγο αυτό η τυπολογία των μολυβδοβουλων ποικίλλει και παρουσιάζει ενδιαφέρουσα πολυμορφία. Αντί επιγραφών χρησιμοποιούνται πολύ συχνά ονογραφήματα. O πρώτος τύπος, το «ορθογώνιο ονογράφημα», αποτελείται από γράμματα τοποθετημένα γύρω από ένα κεντρικό τετράγωνο, και εμφανίζεται συχνά σε μολυβδόβουλλα χρονολογούμενα από τον 4ο μέχρι και τον 6ο αιώνα. Από τον 6ο μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα απαντά το σταυροειδές ονογράφημα, με τα γράμματά του διευθετημένα σε σχήμα σταυρού. Σπανιότερα χρησιμοποιούνται και πιο περίτεχνα ονογραφήματα, με καμπύλες και ακτίνες, που έγιναν κοινότοπα μετά τον 13ο αι. Στην κατηγορία των ονογραφημάτων ανήκει και ο συνήθης τύπος του σταυροειδούς ονογραφήματος επικλήσεως: «Θεοτόκε» ή «Κύριε βοήθει», που εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα. Xρησιοποιείται πολύ συχνά σε συνδυασμό με την παράσταση του αετού, που απεικονίζεται με ανυψωμένες τις ανοικτές φτερούγες του. O τύπος του ονογραφήματος επικλήσεως, στα τέσσερα διάχωρα του οποίου, εγγράφεται η επιγραφή: «τῷ σῷ δούλῳ», με δύο γράμματα ανά διάχωρο, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής κατά την εικονομαχική έριδα, και επιβίωσε μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα με σπανιότερη χρήση. Ενδιαφέρουσα είναι μία ειδική κατηγορία μολυβδόβουλλων του 7ου και 8ου αιώνα, αυτή των κομμερκιαρίων, τελωνειακών αξιωματούχων με φοροεισπρακτικά καθήκοντα στη διακίνηση και πώληση ορισμένων εμπορευμάτων στις επαρχίες, που είχαν σχέση κυρίως με το εμπόριο της ένταξης (εικ.3 Βασιλικά κομμέρκια Αιγαίου Πελάγους, 7ος /8ος αιώνας ). Aπό τον 7ο μέχρι και τις αρχές του 9ου αιώνα περιλαμβανονταν στους ελάχιστους προνομιούχους κρατικούς λειτουργούς, μαζί με τους εργοστασιάρχες, που είχαν το δικαίωμα να απεικονίζουν την προσωπογραφία του αυτοκράτορα στα μολυβδόβουλλα τους, γεγονός που μαρτυρεί την υψηλή θέση τους στην ιεραρχία. Οι σφραγίδες αυτές έφεραν επίσης τη χρονολογική ένδειξη, κατά την οποία οι ως άνω αξιωματούχοι ασκούσαν την υπηρεσία τους, καθώς και τον τόπο που υπηρετούσαν. Tο διοικητικό σύστημα της Αυτοκρατορίας άλλαξε ριζικά το 1081 με την ανάληψη της εξουσίας από τη δυναστεία των Κομνηνών. Την εποχή αυτή αρχίζει η χρήση νέων τίτλων και η σφραγιδογραφία παρουσιάζει δύο αξιόλογες αλλαγές, κυρίως λόγω της ακμής της νέας αριστοκρατίας: η παραδοσιακή επίκληση «Θεοτόκε» ή «Κύριε βοήθει» συχνά έχει αντικατασταθεί από έμμετρη επιγραφή, ενώ τα οικογενειακά ονόματα έχουν έντονη παρουσία, αντικατοπτρίζοντας την ακμάζουσα αριστοκρατική τάξη, στην οποία οι δεσμοί αίματος θεωρούνται σημαντικότεροι από τις διοικητικές θέσεις. Ιδιαίτερη κατηγορία μολυβδόβουλλων είναι τα ανώνυμα, τα οποία δεν μαρτυρούν τα στοιχεία ταυτότητας του εκδότη τους και χρονολογούνται από τον 10ο έως και τον 12ο αιώνα. Συνήθως, κοσμούνται στις δύο όψεις τους με παραστάσεις αγίων και της Θεοτόκου, ενώ από το β΄ μισό του 11ου αιώνα , φέρουν συνήθως έμμετρη επιγραφή, η οποία καλεί τον παραλήπτη της επιστολής να τη διαβάσει, για να αναγνωρίσει τον αποστολέα. Eίναι πιθανό τα βουλλωτήρια που παρήγαγαν αυτές τις σφραγίδες να τα κατείχαν οι δημόσιοι γραφείς, που αναλαμβάνουν να γράφουν τις επιστολές των αναλφάβητων. Ωστόσο τα μολυβδόβουλλα αυτού του τύπου χρησιμοποιούσαν πολλές φορές διασημότητες για να διατηρούν την ανωνυμία τους. H μορφή των γραμμάτων στις επιγραφές ποικίλλει ανά τους αιώνες. Tα απλά, τετραγωνισμένα γράμματα του 6ου και 7ου αιώνα, χαράσσονται μακρόστενα με καλλιγραφικές απολήξεις τον 8ο αιώνα, τάση που ιδιαίτερα τονίστηκε κατά τον 9ο αιώνα, ενώ η γραφή του 10ου αιώνα διακρίνεται για τη χάρη της. Τον 11ο αι. είναι εύρωστη, τον 12ο επανεφανίζει το μακρόστενο σχήμα, και στους αιώνες που ακολουθούν, η ποιότητα χάραξης παρουσιάζει πτώση και χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό οι συνεκφορές των γραμμάτων (συντομογραφίες). H χρήση των συντομογραφιών υπήρξε αναπόφευκτη, λόγω του μικρού μεγέθους των πετάλων σφράγισης, αλλά και των ακροσκελών επιγραφών. Το αντικείμενο ως πηγή πληροφοριών Tα μολυβδόβουλλα αποκαλύπτουν όλα τα επίπεδα της κρατικής και εκκλησιαστικής διοίκησης, τους αυτοκράτορες, τους ιεράρχες, τις μονές, καθώς και χιλιάδες αξιωματούχους, κρατικούς λειτουργούς, απλούς πολίτες, υπηρεσίες και ιδρύματα, και για το λόγο αυτό ακριβώς, αποτελούν σημαντική πηγή της ιστορίας.Τα μολυβδόβουλλα που μαρτυρούν τοπωνύμια θεωρούνται σημαντικά για την ιστορική έρευνα. Οι στρατηγοί, επικεφαλής των θεμάτων, οι διοικητές, φοροεισπράκτορες, οι στρατιωτικοί και άλλοι αξιωματούχοι που υπηρετούσαν στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας, οι ιερείς και οι μοναχοί συχνά δήλωσαν στο τέλος της επιγραφής την έδρα της άσκησης των καθηκόντων τους. Μολυβδόβουλλα χρησιμοποιούσαν και οι όμοροι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λαοί, όπως οι Βούλγαροι και οι Ρώσοι, βαθύτατα επηρεασμένοι από το βυζαντινό πολιτισμό, με σχεδόν πανομοιότυπες παραστάσεις, ιδίως των αυτοκρατορικών πορτρέτων με ελληνικές επιγραφές. Πρόκειται για χαρακτηριστικά παραδείγματα μνημείων, που απηχούν όσο λίγα την οικουμενικότητα του Βυζαντίου: οι λαοί πέρα από τα σύνορα της Αυτοκρατορίας, φίλοι ή εχθροί, δέχονται την ακτινοβολία της και προκειμένου να καταξιωθούν και να περιβληθούν με κύρος ισότιμο, παντοιοτρόπως επιδιώκουν να μιμούνται τα προϊόντα του πολιτισμού της (εικ.4 Μολυβδόβουλλο Χάνου Τέρβελ, 705-718 μ.Χ.). Γλώσσα H γλώσσα των επιγραφών στα μολυβδόβουλλα ήταν η ελληνική, με ορισμένες εξαιρέσεις. Σώζονται μολυβδόβουλλα χρονολογούμενα από τον 5ο μέχρι και τις αρχές του 7ου αιώνα με λατινικές επιγραφές, επειδή τα λατινικά ήταν κατά την περίοδο αυτή η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα πρώιμα αυτά μολυβδόβουλλα οι επιγραφές εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα δίγλωσσες: στη μία όψη δηλώνεται το όνομα του κατόχου ελληνικά, ενώ στην άλλη λατινικά (εικ.5 Μολυβδόβουλλο Καρέλλου, 6ος αιώνας). Ήδη από τις αρχές του 7ου αιώνα, με τη βαθμιαία αποξένωση των δυτικών επαρχιών, η Αυτοκρατορία εξελληνίστηκε πλήρως, η λατινική γλώσσα και το λατινικό αλφάβητο πρακτικά εξαφανίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το τέλος του 7ου αι. μόνο στις αυτοκρατορικές σφραγίδες. Μετά τον 10ο αιώνα στα μολυβδόβουλλα απαντούν και ανατολικές γλώσσες, ως συνέπεια της ανάμιξης των πληθυσμών και λόγω των πολεμικών συγκρούσεων στις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. H γεωγραφική εξάπλωση του Βυζαντίου κατά τον 10ο και 11ο αιώνα έφερε μέσα στα σύνορα της Αυτοκρατορίας χριστιανικούς πληθυσμούς που δεν μιλούσαν ελληνικά.Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται στα μολυβδόβουλλα, δεδομένου ότι έχουν διασωθεί λίγα δείγματα με αρμενικές επιγραφές και πολλά με αραβικές ή ελληνοαραβικές. Συχνά φέρουν εικόνα πάντοτε με ελληνική επιγραφή στη μία όψη και αραβική επιγραφή στην άλλη. Τα μολυβδόβουλλα αυτά μαρτυρούν εκχριστιανισμενους Αραβες (εικ.6 Μολυβδόβουλλο με αραβική επιγραφή, 11ος αιώνα) Εικονογραφία H παράσταση στο μολυβδόβουλλο δεν ήταν απλή διακόσμηση, αλλά το σημείο αναγνώρισης του αποστολέα της επιστολής από τον παραλήπτη, γι’ αυτό πολλές φορές η επιγραφή ήταν περιττή. Μέχρι τον 8ο αιώνα οι θρησκευτικές απεικονίσεις είναι περιορισμένες, τόσο στο θεματολόγιο όσο και στην τεχνική απόδοση. Συνηθίζεται η παράσταση της Θεοτόκου, ιστάμενης με το βρέφος στο αριστερό χέρι, ή σε προτομή με τον Χριστό μπροστά στο στήθος της. H εικονογραφική παράδοση των πρώιμων αιώνων διεκόπη την περίοδο της Εικονομαχίας (726-843), κατά την οποία καταργήθηκαν οι θρησκευτικές απεικονίσεις, όπως άλλωστε και σε όλες τις άλλες μορφές τέχνης. Οι σταυροί, τα σταυροειδή ονογραφήματα, και οι επιγραφές επικλήσεως, που μέχρι τότε ήταν σπάνια, γενικευτηκαν και αντικατέστησαν τις προτομές της Θεοτόκου και των αγίων, καθιερώνοντας μία νέα παράδοση. Στο εσοδιάστημα των δύο εικονομαχικων περιόδων, δηλαδή μεταξύ 787, λήξη της α΄ και 815, έναρξη της β, επανεμφανίζονται οι θρησκευτικές παραστάσεις χωρίς ποικιλία. Κατά τη β΄ περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), επικράτησαν και πάλι οι σταυροί και τα σταυροειδή ονογραφήματα, και οι εικονογραφικές παραστάσεις επανεμφανίστηκε μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων, το 843. H προτομή του Χριστού Παντοκράτορα, που απεικονίσθηκε για πρώτη φορά στα νομίσματα, επεκτάθηκε και στα αυτοκρατορικά μολυβδόβουλλα. H συμβολική αυτή παράσταση αποκτά μεγάλη σπουδαιότητα κατά την περίοδο μετά την Εικονομαχία, διότι ερμηνεύει ένα βασικό επιχείρημα των εικονοκλαστών, που φρονούσαν ότι η απεικόνιση του Χριστού είναι πρακτικά αδύνατη, αφού δεν μπορεί να αποδώσει εξ ολοκλήρου τη θεία φύση Του. Επί της Μακεδονικής δυναστείας (867-1056) η θρησκευτική εικονογραφία γνώρισε μεγάλη άνθηση στα μολυβδόβουλλα.Ασφαλώς η χρήση των σταυροειδών ονογραφημάτων επικλήσεως, των σταυρών, καθώς και των επιγραφών και στις δύο όψεις, δεν διεκόπη. Ο φυλλοφόρος σταυρός σε βαθμιδωτή βάση, τύπος προερχόμενος από την εικονοκλαστική παράδοση, απεικονίζεται συχνότατα από τα μέσα του 9ου μέχρι και τον 11ο αιώνα. Οι παραστάσεις υπήρξαν εξαιρετικά δημοφιλείς μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας με συνηθέστερη αυτή της Θεοτόκου σε όλους σχεδόν τους γνωστούς εικονογραφικούς τύπους, ή ενός αγίου είτε σε προτομή είτε ιστάμενου, σύνθεση που ταιριάζει απόλυτα στο σχήμα της σφραγίδας. Σπανιότερες είναι οι παραστάσεις των έφιππων στρατιωτικών αγίων, όπως και οι πολυπρόσωπες συνθέσεις, που ήταν δύσκολο να αποδοθούν στη μικρή επιφάνεια των πετάλων, όπως η Ανάσταση και η Γέννηση. Είναι οπωσδήποτε δύσκολο να μαντέψει κανείς τα κίνητρα επιλογής και προτίμησης για μία συγκεκριμένη παράσταση. Ως επί το πλείστον, οι πολίτες επέλεγαν τον ομώνυμο άγιο, τον οποίο και θεωρούσαν προστάτη τους. Έχουν βεβαίως εντοπιστεί και περιπτώσεις οικογενειακών αφιερώσεων. H οικογένεια των Αγγέλων π.χ. προτιμούσε την παράσταση του Ευαγγελισμού, χωρίς να έχει διευκρινιστεί κατά πόσο αυτό οφείλεται στο αντίστοιχο όνομα «άγγελος» ή εάν η συγκεκριμένη παράσταση ήταν παλλάδιο της οικογένειας. Συνήθης είναι και η επιλογή του προστάτη αγίου της πόλης. Εκτός των θρησκευτικών απεικονίσεων απαντούν και κοσμικά θέματα, όπως πουλιά, ζώα και φυτά. Ένας μεγάλος αριθμός μολυβδόβουλλων,που χρονολογούνται στον 6ο και 7ο αιώνα φέρουν την παράσταση του αετού με ανυψωμένα φτερά. Πρόκειται για το παραδοσιακό ρωμαϊκό έμβλημα της νίκης, που απέκτησε για τους Βυζαντινούς συμβολική σημασία. Συναντώνται ακόμη μυθολογικά τέρατα, όπως οι γρυπολέοντες και οι δράκοι, θέματα που πιθανόν έχουν ως πηγή έμπνευσης αρχαίους εγχάρακτους πολύτιμους λίθους ή αρχαία νομίσματα. Το αυτοκρατορικό πορτρέτο είναι η συνηθέστερη η θρησκευτική παράσταση στις αυτοκρατορικές βούλες, αλλά και σ’ αυτές των υψηλών αξιωματούχων που είχαν εξουσιοδοτηθεί να τον αντιπροσωπεύουν (εικ.3). Επειδή η εικόνα του αυτοκράτορα έχαιρε μεγάλου σεβασμού από τους Βυζαντινούς, η εμφάνισή της στις σφραγίδες ακολουθούσε τους γενικά αποδεκτούς τύπους, πανομοιότυπους με αυτούς των σύγχρονων νομισμάτων. 8.2 Τα αυτοκρατορικά μολυβδόβουλλα Η εικονογραφία των αυτοκρατορικών μολυβδόβουλλων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα ερμηνείας. Στη μία όψη απεικονίζεται η μορφή του αυτοκράτορα, όπως αυτή εμφανίζεται στα νομίσματα, ενώ στην άλλη συνήθως η Θεοτόκος ή ο Ιησούς, ολόσωμοι ή στηθαίοι. Η απεικόνιση του αυτοκράτορα σε ορισμένα μολυβδόβουλλα δεν βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με αυτή των νομισματικών τύπων. Είναι η επιθυμία του ανώτατου άρχοντα, να επιλέγει ταυτόχρονα με την επίσημη και την ιδιωτική-προσωπική του σφραγίδα. Κατά την προεικονομαχική περίοδο, η μορφή της Θεοτόκου δεσπόζει σε όλα σχεδόν τα αυτοκρατορικά μολυβδόβουλλα (Εικ.1 Μολυβδόβουλλο Φωκά (602-610 μ.Χ) - Εικ.2 Μολυβδόβουλλο δυναστείας Ηρακλείου ). Η απεικόνιση της προφανώς δείχνει την πλατιά διάδοση της λατρείας της εντός των τειχών της Βασιλεύουσας. Άλλοτε απεικονίζεται σε προτομή, άλλοτε ολόσωμη μετωπική, κρατώντας τον Ιησού στο στήθος της μέσα σε εγκόλπιο, δορυφόρου μένη από σταυρούς ή φυτικά διακοσμητικά μοτίβα και, τέλος, από το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα μέχρι και την Εικονομαχία στον τύπο της Οδηγήτριας. Το νόμισμα, ιδανικό μέσο αποτύπωσης και μετάδοσης έντονου συμβολισμού και προπαγάνδας, προσαρμόζει την εικονογραφία του στην προβολή της προσωπικότητας του αυτοκράτορα και στη δημοσιοποίηση της πολύπλευρης εξουσίας του. Αντίθετα, το αυτοκρατορικό μολυβδόβουλο,αντικείμενο προσωπικής χρήσης και περιορισμένης κυκλοφορίας, αντλεί την εικονογραφία του από τρέχουσες θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, κάποτε συνδεδεμένες στενά και με την τύχη της Πόλης. Η διαμάχη των εικόνων και στις δύο φάσεις της (730-787 και 815-843) επηρέασε, την εικονογραφία των βυζαντινών αυτοκρατορικών σφραγίδων. Η μία όψη καλύπτεται από πολυστιχες επιγραφές με το όνομα του αυτοκράτορα ή του συναυτοκρατορα και με προσδιορισμούς του τύπου: Πιστός ή Πιστοί βασιλείς Ρωμαίων. Η άλλη όψη απεικονίζει σταυρό σε βαθμιδωτό βάθρο που περιβάλλεται κυκλικά με τη θρησκευτική επίκληση: Έν ονόματι του Πατρός και τον Υιού και του 'Αγίου Πνεύματος (Εικ.3 Μολυβδόβουλλο Λέοντος Γ' και Κωνσταντίνου Ε (720-741 μ.Χ.). Η νοηματική διαφοροποίηση αυτής της επιγραφής από την αντίστοιχη επιγραφή του μιλιαρέσιου, με την επίκληση Ιησούς Χριστός νικά είναι ένα ακόμη ενδεικτικό στοιχείο του διαχωρισμού, νόμισμα έκφραση «πολιτικής» προπαγάνδας, μολυβδόβουλλο καθρέφτης επίκαιρων αντιλήψεων. Η μορφή της Θεοτόκου αντικαθίσταται με τη μετωπική προτομή του Χριστού, όπως αυτή απεικονίζεται και στους χρυσούς σόλιδους της περιόδου πιστό αντίγραφο του Ιησού των σόλιδων της πρώτης βασιλεί