Πρώιμη Ελληνική Φιλοσοφία: Προφιλοσοφική Παράδοση (PDF)
Document Details
Uploaded by FamousMaple2390
Πανεπιστήμιο Πατρών
2024
Πανεπιστήμιο Πατρών
Σ. Κουλουμέντας
Tags
Summary
Το παρόν έγγραφο αναλύει την προφιλοσοφική παράδοση στην Αρχαία Ελλάδα. Εξετάζει την κοινή αφετηρία του μύθου και της φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας θεογονίες, γενεαλογίες και κοσμοϊδικά μοντέλα.
Full Transcript
Πρώιμη Ελληνική Φιλοσοφία: προφιλοσοφική παράδοση (2) Πανεπιστήμιο Πατρών, ΧΕ 2024-5 Σ. Κουλουμέντας [email protected] Η κοινή αφετηρία μύθου και φιλοσοφίας ὅτι δ’ οὐ ποιητική, δῆλον καὶ ἐκ τῶν πρώτων φιλοσοφησάντων· διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον...
Πρώιμη Ελληνική Φιλοσοφία: προφιλοσοφική παράδοση (2) Πανεπιστήμιο Πατρών, ΧΕ 2024-5 Σ. Κουλουμέντας [email protected] Η κοινή αφετηρία μύθου και φιλοσοφίας ὅτι δ’ οὐ ποιητική, δῆλον καὶ ἐκ τῶν πρώτων φιλοσοφησάντων· διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν, ἐξ ἀρχῆς μὲν τὰ πρόχειρα τῶν ἀτόπων θαυμάσαντες, εἶτα κατὰ μικρὸν οὕτω προϊόντες καὶ περὶ τῶν μειζόνων διαπορήσαντες, οἷον περί τε τῶν τῆς σελήνης παθημάτων καὶ τῶν περὶ τὸν ἥλιον καὶ ἄστρα καὶ περὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως. ὁ δ’ ἀπορῶν καὶ θαυμάζων οἴεται ἀγνοεῖν (διὸ καὶ ὁ φιλόμυθος φιλόσοφός πώς ἐστιν· ὁ γὰρ μῦθος σύγκειται ἐκ θαυμασίων)· ὥστ’ εἴπερ διὰ τὸ φεύγειν τὴν ἄγνοιαν ἐφιλοσόφησαν, φανερὸν ὅτι διὰ τὸ εἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον καὶ οὐ χρήσεώς τινος ἕνεκεν (Aριστ. ΜτΦ. Α2, 982b11-21). Ότι η επιστήμη αυτή [ενν. η θεωρητική γνώση των πρώτων αρχών και των πρώτων αιτιών] δεν είναι ποιητική φαίνεται και από αυτούς που φιλοσόφησαν πρώτοι. Γιατί, όπως συμβαίνει και τώρα, οι άνθρωποι άρχισαν για πρώτη φορά να φιλοσοφούν από περιέργεια και θαυμασμό. Στην αρχή θεωρούσαν άξια θαυμασμού τα παράξενα της καθημερινής ζωής και, προχωρώντας σιγά σιγά με αυτόν τον τρόπο, άρχισαν να προβληματίζονται και για τα πιο σημαντικά, όπως λόγου χάρη για τα φαινόμενα της σελήνης και του ήλιου, για τα άστρα και για τη γέννηση του σύμπαντος. Αυτός όμως που απορεί και θαυμάζει, αντιλαμβάνεται ότι αγνοεί (γι’ αυτό και όποιος αγαπά τους μύθους είναι κατά κάποιο τρόπο και φιλόσοφος, αφού ο μύθος συντίθεται από γεγονότα θαυμάσια). Εφόσον, λοιπόν, οι άνθρωποι φιλοσόφησαν για να ξεφύγουν από την άγνοιά τους, είναι φανερό ότι επιζήτησαν την επιστήμη για την ίδια τη γνώση και όχι χάριν κάποιας χρησιμότητας. Ο μύθος O μύθος συνιστά το πλούσιο απόθεμα των ιστορικών και μυθολογικών αφηγημάτων που γεννήθηκαν εκ παραλλήλου προς την εξέλιξη της αρχαϊκής κοινωνίας και μεταδίδονταν συνήθως προφορικά. Περιέχει πληροφορίες για τον κόσμο, τους θεούς, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, καθώς και πρακτικές συμβουλές (γάμος, πόλεμος, γεωργία), ηθικούς κώδικες και θρησκευτικούς κανόνες. Κυριότερες πηγές μας είναι τα ομηρικά έπη, η ησιόδεια ποίηση, η λυρική ποίηση, τα ορφικά ποιήματα και οι πρώιμες μυθογραφίες. H Θεογονία του Ησιόδου (στίχοι 116-25) ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ’· αὐτὰρ ἔπειτα Έτσι λοιπόν αρχικά γεννήθηκε το Χάος κι έπειτα Γαῖ’ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ η ευρύστερνη Γη, στερεή έδρα παντοτινή ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου, όλων των αθάνατων που μένουν στη κορφή του χιονισμένου Ολύμπου Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης, και τα καταχνιασμένα Τάρταρα σε μια κόχη των απλωτών εγκάτων ἠδ’ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, της γης και ο Έρωτας, ο ωραιότερος από τους αθάνατους θεούς, λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων που λύνει του κορμιού τα μέλη και σε θεούς και σε ανθρώπους δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν. τα στήθια δαμάζει, τον νου και τη συνετή ορμήνια. ἐκ Χάεος δ’ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο· Και από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η μαύρη Νύχτα· Νυκτὸς δ’ αὖτ' Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο, και από τη Νύχτα πάλι γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα, οὓς τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα. που τους έπιασε και τους γέννησε αφού έσμιξε ερωτικά με το Έρεβος. Διαχωρισμός του κόσμου σε επίπεδα (γη, ουρανός, ωκεανός, Τάρταρα). Απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων στους θεούς (π.χ. ερωτικά πάθη). Γενεαλογικό σχήμα (κοινή καταγωγή, αυτόματες γεννήσεις ή σμίξιμο). Θεότητες που έχουν κοσμική διάσταση (Χάος, Γη, Ημέρα, Νύχτα). Η γενεαλογία των θεών Tο πρώιμο κοσμοείδωλο Η φιλοσοφική διάσταση του Ησιόδου ὑποπτεύσειε δ’ ἄν τις Ἡσίοδον πρῶτον ζητῆσαι τὸ τοιοῦτον, κἂν εἴ τις ἄλλος ἔρωτα ἢ ἐπιθυμίαν ἐν τοῖς οὖσιν ἔθηκεν ὡς ἀρχήν, οἷον καὶ Παρμενίδης· καὶ γὰρ οὗτος κατασκευάζων τὴν τοῦ παντὸς γένεσιν “πρώτιστον μέν” φησιν “ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων”, Ἡσίοδος δὲ “πάντων μὲν πρώτιστα χάος γένετ’, αὐτὰρ ἔπειτα / γαῖ’ εὐρύστερνος... / ἠδ ἠδ’ ἔρος, ὃς πάντεσσι μεταπρέπει ἀθανάτοισιν”, ὡς δέον ἐν τοῖς οὖσιν ὑπάρχειν τιν’ αἰτίαν ἥτις κινήσει καὶ συνάξει τὰ πράγματα (Αριστ. ΜτΦ. Α4, 984b23-31). Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο πρώτος που αναζήτησε μια τέτοιου είδους αιτία [ενν. κινητική] ήταν ο Ησίοδος ή και κάποιος άλλος που έθεσε ως αρχή ανάμεσα στα όντα τον έρωτα ή την επιθυμία όπως, για παράδειγμα, ο Παρμενίδης. Γιατί λέει ο Παρμενίδης συνoψίζοντας τη δημιουργία του σύμπαντος: «πρώτον από όλους τους θεούς συνέλαβε τον Έρωτα» (DK 28 B13). Και ο Ησίοδος: «πρώτα από όλα το Χάος γεννήθηκε και έπειτα / η ευρύστερνη γη... / και ο Έρωτας, που ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους τους αθανάτους» (Hσ. Θεογ. 116-120) σαν να πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στα όντα κάποια αιτία που θα κινεί και θα συναρμόζει τα πράγματα. Μύθος και φιλοσοφία Ο μύθος ασχολείται κυρίως με τους θεούς και ειδικότερα με την καταγωγή τους, τις διαμάχες τους για την εξουσία και τα πάθη τους. Οι σποραδικές αναφορές στον φυσικό κόσμο (οργάνωση χώρου, διαδοχή μέρας και νύχτας, ουράνια φαινόμενα) δείχνουν ότι ο τελευταίος θεωρείται άρρηκτα συνυφασμένος με τους θεούς. Αντιθέτως, η φιλοσοφία έχει ως βασικό αντικείμενο μελέτης τον φυσικό κόσμο και ειδικότερα τις «πρώτες αρχές» που είναι υπεύθυνες για τις διαρκείς μεταβολές (κίνηση, γἐννηση και θάνατος, αύξηση και φθορά) που παρατηρούμε. Συνεπώς η φιλοσοφία υιοθετεί μια κοσμοαντίληψη λιγότερο συμβολική και λιγότερο ανθρωπομορφική από τον μύθο. Ο μύθος είναι κατά κάποιο τρόπο στατικός, καθώς ούτε μεταλλάσσεται ούτε αμφισβητείται. Αντιθέτως, η φιλοσοφία έχει μια προοδευτική εξέλιξη και είναι αντικείμενο διαλόγου. Έχει έναν θεμελιωτή, τον Θαλή, και διάφορους συνεχιστές που μπορεί να διαφωνούν για τον αριθμό και τη φύση των «πρώτων αρχών» αλλά αναζητούν σταθερά τις αιτίες των όντων. Ο λόγος του μύθου είναι σε μεγάλο βαθμό ασαφής και βαθιά συμβολικός, αν και ποιητικά συλλαμβάνει βασικές λογικές αρχές που υιοθετεί και η φιλοσοφία (κοσμική τάξη, τόπος και χρόνος, συμμετρία). Η φιλοσοφία, από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια ο λόγος της να είναι σαφής και άμεσα κατανοητός στο κοινό της. Tα γνωρίσματα του φιλοσοφικού λόγου Αναζήτηση βαθύτερων αιτιών που εξηγούν τη σύνθετη δομή της πραγματικότητας και των σχέσεων που διέπουν τα φαινόμενα. Προσπάθεια αναγωγής ενός πολύπλοκου συνόλου φαινομένων σε πρώτες αρχές και κανονικότητες. Συζήτηση για τη μέθοδο απόκτησης γνώσης, τα όρια του ανθρώπινου στοχασμού και τις δυσκολίες της επιστημονικής αναζήτησης. Προσπάθεια εκλογίκευσης του θρησκευτικού ανθρωπομορφισμού και επανερμηνείας του θείου, σύχνα μέσω της διασύνδεσής του με τις πρώτες αρχές. Χρήση επιχειρημάτων και παράθεση τεκμηρίων. Ο φιλοσοφικός λόγος συνιστά τη δυναμική έκφραση της ανάγκης για νέες και πιο αξιόπιστες μορφές γνώσης στις αρχές του έκτου αιώνα π.Χ. Γεννιέται ως δημόσιος λόγος που επιζητά τη συναίνεση των πολιτών. Προϋποθέτει, επομένως, τη δυνατότητα συγκρότησης γόνιμου αντίλογου και σύνθεσης αντίθετων απόψεων. Συνδέεται με όμορους κλάδους όπως η θρησκεία, η ρητορική και η επιστήμη (π.χ. αστρονομία, ιατρική, μαθηματικά) και συχνά αποπειράται να προσδιορίσει τη σχέση του με αυτούς τους κλάδους και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει στην κοινωνία (φιλοσοφία ως θεωρητική αναζήτηση, ως πρακτική εφαρμογή ιδεών και ως ξεχωριστός τρόπος ζωής). Προτεινόμενο ανάγνωσμα... «Για την ελληνική σκέψη, αν η κοινωνία των ανθρώπων οφείλει να υποτάσσεται στον αριθμό και το μέτρο, η φύση αντιπροσωπεύει μάλλον την επικράτεια του περίπου, όπου δεν μπορεί να εφαρμόσει κανένας σχεδόν ακριβής υπολογισμός, κανένας αυστηρός λογισμός. Ο ελληνικός λόγος δεν διαμορφώθηκε τόσο μέσα από την ανθρώπινη επαφή με τα πράγματα, όσο μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Αναπτύχθηκε λιγότερο δια μέσου των τεχνικών που δρουν στον κόσμο και περισσότερο μέσω εκείνων που κατακτούν τους άλλους και που έχουν κοινό εργαλείο τη γλώσσα: με την τέχνη του πολιτικού, του ρήτορα, του διδασκάλου. Ο ελληνικός λόγος είναι εκείνος που με τρόπο θετικό, στοχαστικό, μεθοδικό επιτρέπει να επιδράσουμε στους ανθρώπους, όχι να αλλάξουμε τη φύση. Τόσο ως προς τα όριά του, όσο και ως προς τις καινοτομίες του, είναι παιδί της πόλης» (J.P.-Vernant).