Η Ανακάλυψη του Νέου Κόσμου

Summary

Αυτό το έγγραφο συζητά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, τις επιστημονικές επαναστάσεις και βελτιώσεις στη ναυσιπλοΐα. Εμβαθύνει στα ταξίδια και τις εξερευνήσεις, τονίζοντας τον αντίκτυπο του Βάσκο ντα Γκάμα στο εμπόριο και τις επιπτώσεις του πλούτου της Ισπανίας κατά τον 16ο αιώνα.

Full Transcript

2. Η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου Το κέντρο του κόσμου Στις αρχές του 15ου αιώνα, η Ευρώπη θεωρούσε τον εαυτό της ως το κέντρο του κόσμου. Το Ισλάμ αποτελούσε ταυτόχρονα έναν αντίπαλο αλλά και έναν σημαντικό εμπορικό εταίρο. Ωστόσο, ο κόσμος πέρα από τα εδάφη του Ισλάμ ήτα...

2. Η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου Το κέντρο του κόσμου Στις αρχές του 15ου αιώνα, η Ευρώπη θεωρούσε τον εαυτό της ως το κέντρο του κόσμου. Το Ισλάμ αποτελούσε ταυτόχρονα έναν αντίπαλο αλλά και έναν σημαντικό εμπορικό εταίρο. Ωστόσο, ο κόσμος πέρα από τα εδάφη του Ισλάμ ήταν τυλιγμένος σε μύθους και θρύλους, γεμάτος μυστήριο και άγνωστες πτυχές. Αυτοί οι μύθοι συνέβαλαν, σε κάποιο βαθμό, στην παρόρμηση για τις μεγάλες ανακαλύψεις. Μέχρι εκείνη την περίοδο, τα εμπορεύματα, όπως τα μπαχαρικά από την Ινδία, μεταφέρονταν με καραβάνια μέχρι τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, διάφορες ομάδες ανθρώπων, όπως ναυτικοί, έμποροι, καμηλιέρηδες και φορτωτές, αποκόμιζαν κέρδη. Ως αποτέλεσμα, το κόστος των προϊόντων αυξανόταν δραματικά – έως και 2000% – μέχρι να φτάσουν στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου. Εκεί, οι Ιταλοί έμποροι τα αγόραζαν και τα μεταπωλούσαν, εξασφαλίζοντας και οι ίδιοι κέρδος. Η τεράστια αυτή αύξηση του κόστους δημιούργησε την ανάγκη για την αναζήτηση νέων εμπορικών διαδρομών, προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες και να καταστεί το εμπόριο πιο προσοδοφόρο. 1 Επιστημονική επανάσταση και βελτίωση ναυσιπλοΐας Η βελτίωση της ναυσιπλοΐας από τα τέλη του Μεσαίωνα σημαδεύτηκε από δύο βασικές εξελίξεις. Η πρώτη ήταν το πηδάλιο, που εμφανίστηκε τον 12ο αιώνα. Πρόκειται για ένα στέλεχος που διαπερνούσε το σκάφος και επέτρεπε τη διεύθυνσή του από το εσωτερικό. Από τον 16ο αιώνα, το πηδάλιο άρχισε να ελέγχεται μέσω μιας ρόδας τιμονιού, διευκολύνοντας τον τιμονιέρη στην πλοήγηση. Το σύστημα αυτό τελειοποιήθηκε πλήρως τον 18ο αιώνα. Η δεύτερη καινοτομία ήταν η τεχνική των αλληλοκαλυπτόμενων σανίδων, που εμφανίστηκε μεταξύ του 14ου και 15ου αιώνα. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε στις βόρειες θάλασσες και στη συνέχεια υιοθετήθηκε στη Μεσόγειο. Με αυτήν τη μέθοδο, οι σανίδες του πλοίου δεν εφάπτονταν απλώς αλλά αλληλεπικαλύπτονταν, καθιστώντας τα σκάφη πιο ανθεκτικά και ικανά να αντέχουν τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Την ίδια περίοδο, η Επιστημονική Επανάσταση, η οποία εκδηλώθηκε στο πλαίσιο της Αναγέννησης, βασίστηκε στην αυξανόμενη πεποίθηση ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να υποτάσσεται στη φύση, αλλά να την κατανοεί και να την ελέγχει μέσω της παρατήρησης και της λογικής. Ξεκινώντας τον 16ο αιώνα, εστίασε κυρίως στην αστρονομία και τις συναφείς επιστήμες, όπως τα μαθηματικά, η οπτική και η φυσική. Οι πρώτες σημαντικές παρατηρήσεις έγιναν στην κεντρική Ευρώπη, επηρεάζοντας βαθιά την ανθρώπινη αντίληψη για τη φύση και την ύπαρξη. Ωστόσο, οι νέες επιστημονικές αρχές συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες, καθώς συγκρούονταν με τις παλαιότερες αντιλήψεις. Παρά το γεγονός ότι προσωπικότητες όπως ο Κοπέρνικος, ο Μπέικον και ο Γαλιλαίος έθεσαν τις βάσεις της επιστημονικής προόδου, η εποχή παρέμενε γεμάτη δοξασίες, όπως η αλχημεία και η αστρολογία. Αν και πολλές θεωρίες τους αποδείχθηκαν αργότερα λανθασμένες, δεν μπορούν να θεωρηθούν ανούσιες, καθώς συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη της επιστήμης. Έως και τον 14ο αιώνα, πολλές εφευρέσεις και καινοτομίες από την Κίνα υιοθετήθηκαν από τους Ευρωπαίους, συχνά χωρίς οι τελευταίοι να γνωρίζουν την προέλευσή τους. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται η πυξίδα, το πηδάλιο, η δυνατότητα επίπλευσης του πλοίου με βυθισμένο κατάστρωμα, καθώς και τα πολλαπλά κατάρτια. Τα τελευταία, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά πλοία που διέθεταν μόνο ένα κατάρτι, επέτρεπαν στο σκάφος να πλέει κόντρα στον άνεμο. Οι εφευρέσεις αυτές έφτασαν στην Ευρώπη μέσω των Αράβων, σε μια εποχή που ο άνθρωπος είχε 2 αρχίσει να παρατηρεί και να μελετά τη φύση αντί να την αποδέχεται παθητικά. Χάρη σε αυτή τη μεταφορά τεχνογνωσίας, γεννήθηκε η καραβέλα, ένα ευέλικτο πλοίο με τρία κατάρτια, που έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις μεγάλες εξερευνήσεις. Τα ταξίδια και οι νέες ανακαλύψεις Ο Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος (Dom Henrique de Avis), γιος του Ιωάννη Α΄ της Πορτογαλίας, από τις αρχές του 15ου αιώνα συγκέντρωνε πληροφορίες και γνώσεις ναυτικών σχετικά με τη γεωγραφία και τα ταξίδια τους. Στα τέλη του αιώνα, το 1486, ο Βαρθολομαίος Ντιάζ (Bartholomew Diaz) αναχώρησε από τη Λισαβόνα και έφτασε μέχρι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, ενώ το 1497 ο Βάσκο ντα Γκάμα (Vasco da Gama), ακολουθώντας την ίδια πορεία, κατόρθωσε να φτάσει στην Ινδία. Την ίδια περίοδο, οι Κινέζοι, υπό τη δυναστεία των Μινγκ (Ming), είχαν ήδη φτάσει στον Ινδικό Ωκεανό από τις αρχές του 15ου αιώνα. Ο σκοπός τους δεν ήταν τόσο εμπορικός όσο η ικανοποίηση της γεωγραφικής τους περιέργειας και η επίδειξη δύναμης. Η ανακάλυψη της νέας εμπορικής οδού προς την Ινδία μέσω του περίπλου της Αφρικής από τον Βάσκο ντα Γκάμα έφερε σημαντικές αλλαγές στο εμπόριο. Τα εμπορεύματα έφταναν στην Ιβηρική με μικρότερο κόστος, καθώς παρακάμπτονταν οι φόροι, οι δασμοί και τα κέρδη των μεσαζόντων, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες επιβάρυναν την τελική τιμή πώλησης λόγω της μεταφοράς μέσω των παραδοσιακών χερσαίων και θαλάσσιων διαδρομών. Αυτό οδήγησε στη γέννηση του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων, το οποίο προσέφερε μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στους εμπόρους που αναλάμβαναν το ρίσκο αυτών των ταξιδιών. 3 Παρόλο που ο νέος εμπορικός δρόμος αρχικά ωφέλησε περισσότερο τους Πορτογάλους εμπόρους, σταδιακά παρατηρήθηκε μια εξισορρόπηση της εμπορικής δραστηριότητας. Οι έμποροι που ταξίδευαν μεγάλες αποστάσεις εξακολουθούσαν να αποκομίζουν σημαντικά κέρδη, ενώ οι Ιταλοί έμποροι που βασίζονταν στις παραδοσιακές διαδρομές της Ανατολικής Μεσογείου είδαν τα περιθώρια κέρδους τους να μειώνονται. Παρά τις αλλαγές, η παλαιά εμπορική οδός παρέμεινε ενεργή, με διακυμάνσεις μεταξύ του εμπορίου μακρινών και κοντινών αποστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, τα κέρδη των Ιταλών εμπόρων μειώθηκαν κατά περίπου 70%, ενώ εκείνα των Πορτογάλων δεκαπλασιάστηκαν στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Εκτός από τα υψηλά κέρδη που προσέφερε η νέα εμπορική διαδρομή, η επιβολή δασμών και οι απαιτήσεις των Πορτογάλων αξιωματούχων διατήρησαν τις τιμές των προϊόντων σε υψηλά επίπεδα, συμβάλλοντας έτσι στη σταδιακή εξισορρόπηση της κατάστασης. Ωστόσο, το μεγαλύτερο επίτευγμα αυτής της περιόδου ήταν η ανακάλυψη της Αμερικής. Το 1492, το Βασίλειο της Καστίλης και το Βασίλειο της Αραγωνίας, έχοντας ουσιαστικά ενωθεί σε ένα βασίλειο (Ισπανία), εκδίωξαν τους Άραβες από την Ιβηρική Χερσόνησο. Την ίδια χρονιά, έχοντας πλέον εδραιώσει την κυριαρχία τους, οι Ισπανοί πείστηκαν από τον Χριστόφορο Κολόμβο (Cristoforo Colombo) να χρηματοδοτήσουν το πρώτο του ταξίδι σε αναζήτηση νέου δρόμου προς την Ινδία, το 4 οποίο κατέληξε στην κατάληψη της Κούβας. Αρχικά, ο Κολόμβος είχε απευθυνθεί στον Ιωάννη Β΄ της Πορτογαλίας, ο οποίος όμως αρνήθηκε να τον χρηματοδοτήσει. Ακολούθησαν τρία ακόμα ταξίδια, που οδήγησαν στην ανακάλυψη της Αϊτής, του σημερινού Πουέρτο Ρίκο και των ακτών της Βενεζουέλας, ανοίγοντας έναν νέο ορίζοντα εξερευνήσεων και κατακτήσεων για την Ισπανία. Το μοίρασμα του κόσμου Το 1493 ξεκίνησε η διαδικασία διαμοιρασμού του Νέου Κόσμου, όταν ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ' ανέλαβε τη διαιτησία μεταξύ Ισπανίας και Πορτογαλίας, ώστε να καθοριστούν οι σφαίρες επιρροής τους και να αποφευχθούν συγκρούσεις. Σύμφωνα με αυτή τη ρύθμιση, όλη η γη που ανακαλυπτόταν δυτικά μιας γραμμής 100 λευγών πέρα από τις Αζόρες θα ανήκε στην Ισπανία, ενώ τα ανατολικά εδάφη στην Πορτογαλία. Το 1494, η Συνθήκη του Τορδεσίγιας μετέφερε αυτή τη γραμμή 250 λεύγες δυτικότερα, διευρύνοντας την πορτογαλική επικράτεια. Το 1500, ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ (Pedro Álvares Cabral) ανακάλυψε την περιοχή της σημερινής Βραζιλίας, η οποία αποικίστηκε από τους Πορτογάλους. Με τη Συνθήκη του Τορδεσίγιας, οι Πορτογάλοι κατοχύρωσαν επίσημα την περιοχή. Στο μεταξύ, οι Ισπανοί προχώρησαν σε κατακτήσεις στο δυτικό ημισφαίριο. Το 1519- 1520, ο Ερνάντο Κορτέζ (Hernando Cortez) κατέλαβε την αυτοκρατορία των Αζτέκων στο σημερινό Μεξικό, ενώ στις δεκαετίες του 1520 και 1530 δημιουργήθηκαν μόνιμοι ισπανικοί οικισμοί στην Κόστα Ρίκα, την Ονδούρα, τη 5 Γουατεμάλα και τη Νέα Γρανάδα (σημερινές Κολομβία και Βενεζουέλα). Το 1532, ο Φρανσίσκο Πισάρρο (Francisco Pizarro) ξεκίνησε την κατάκτηση της αυτοκρατορίας των Ίνκας στο σημερινό Περού. Οι Ευρωπαίοι άποικοι εγκαθίσταντο μόνιμα στα νέα εδάφη, διεκδικώντας γη και εκμεταλλευόμενοι τους φυσικούς πόρους προς όφελος των μητροπολιτικών χωρών τους. Η ευρωπαϊκή εξάπλωση στη Βόρεια Αμερική ξεκίνησε το 1536, όταν ο Γάλλος ναυτικός Ζακ Καρτιέ (Jacques Cartier) ίδρυσε το Μόντρεαλ στο Κεμπέκ του Καναδά. Η Ισπανία επίσης επέκτεινε τον έλεγχό της σε περιοχές όπως η σημερινή Φλόριντα και Καλιφόρνια. Παράλληλα, η Αγγλία ακολούθησε την αποικιακή πορεία της Γαλλίας, ιδρύοντας το 1607 τον πρώτο επιτυχημένο οικισμό της, το Τζέιμσταουν στη Βιρτζίνια, μετά την ανακάλυψη της περιοχής το 1598. Οι Ολλανδοί, που είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους από την Ισπανία στα τέλη του 16ου αιώνα σχηματίζοντας την Δημοκρατία των Επτά Ηνωμένων Επαρχιών (το μετέπειτα Βασίλειο της Ολλανδίας), ξεκίνησαν τις δικές τους εξερευνήσεις το 1609, 6 με την αποστολή του Χένρι Χάντσον (Henry Hudson) για την αναζήτηση ενός βορειοδυτικού περάσματος. Σταδιακά, μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, ίδρυσαν εμπορικές αποικίες στο νησί Μανχάταν (1624), καθώς και στις περιοχές του Κονέκτικατ, του Νιου Τζέρσεϊ, του Ντέλαγουερ και της Πενσυλβάνια. Οι κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις που διεκδικούσαν τον έλεγχο της Βόρειας Αμερικής ήταν η Βρετανία και η Γαλλία. Αν και οι Άγγλοι είχαν μικρούς, απομονωμένους οικισμούς στις ακτές του Ατλαντικού, οι Γάλλοι διατηρούσαν ένα εκτεταμένο δίκτυο οχυρών που εκτεινόταν από τον ποταμό Άγιο Λαυρέντιο έως τη Νέα Ορλεάνη, ελέγχοντας το εσωτερικό της ηπείρου. Πέρα από την αναζήτηση του πλούτου, αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί εγκαταστάθηκαν στην Βόρειο Αμερική και ως θρησκευτικοί πρόσφυγες, π.χ., ουγενότοι από την Γαλλία, ή Πουριτανοί από την Αγγλία (ακραίοι προτεστάντες που δεν δέχονταν την μετριοπαθή προτεσταντική πολιτική της Αγγλικανικής Εκκλησίας). Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που οι θρησκευτικές συγκρούσεις της μητροπολιτικής Ευρώπης μεταφέρθηκαν και στον Νέο Κόσμο (π.χ., Ισπανοί καθολικοί εναντίων Γάλλων ουγενότων). Παράλληλα, οι Ολλανδοί επιδίωξαν να κυριαρχήσουν στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς της Ασίας. Το 1597 ίδρυσαν τη Μπατάβια στην Ιάβα της Ινδονησίας, καταφέρνοντας να εκτοπίσουν τους Πορτογάλους από τις Ανατολικές Ινδίες. Στα μέσα του 17ου αιώνα, κατάφεραν επίσης να αποσπάσουν από τους Πορτογάλους το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, ενισχύοντας την παρουσία τους στο νότιο ημισφαίριο. 7 Εκτός από την αναζήτηση πλούτου σε μορφή πολύτιμων μετάλλων και καλλιεργήσιμης γης, η ευρωπαϊκή επέκταση στον Νέο Κόσμο οφειλόταν, σε κάποιο βαθμό, και στον ιεραποστολικό ζήλο για τη διάδοση του χριστιανισμού. Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, η εποχή των Μεγάλων Ανακαλύψεων συνέπεσε με την εμφάνιση του προτεσταντισμού, γεγονός που οδήγησε στην Αντιμεταρρύθμιση από την πλευρά της Ρώμης. Η Αντιμεταρρύθμιση δεν περιορίστηκε στην καταπολέμηση του προτεσταντισμού, αλλά επεδίωξε και τη διάδοση του καθολικισμού σε περιοχές όπου ο χριστιανισμός ήταν μέχρι τότε άγνωστος. Το τάγμα των Ιησουιτών, το οποίο ιδρύθηκε στο πλαίσιο της Αντιμεταρρύθμισης και συνδύαζε φλογερή ευσέβεια με στρατιωτική πειθαρχία, ανέλαβε την αποστολή της διάδοσης του χριστιανισμού στον Νέο Κόσμο και πέρα από αυτόν. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, οι ιεραπόστολοί του είχαν φτάσει από το Μεξικό έως την Ιαπωνία. Εισροή μετάλλου στην Ευρώπη και οι συνέπειές του Από το 1500 μέχρι το 1650, εκτιμάται ότι στην Ευρώπη εισέρρευσαν 5.000 τόνοι χρυσού και 60.000 τόνοι αργύρου. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, το νομισματικό απόθεμα διπλασιάστηκε από το 1500 έως το 1520, διπλασιάστηκε εκ 8 νέου μεταξύ 1520 και 1550, και από το 1550 μέχρι το 1600 υπερδιπλασιάστηκε. Η αυξημένη εισροή πολύτιμων μετάλλων ενίσχυσε τη νομισματική κυκλοφορία, γεγονός που συνέβαλε τόσο στην ανάπτυξη της εμπορικής όσο και της τραπεζικής δραστηριότητας στην Ευρώπη. Κατ’ επέκταση, αυτό συνέβαλε και στην εδραίωση του καπιταλισμού ως οικονομικού φαινομένου. Ωστόσο, η νομισματική κυκλοφορία δεν πρέπει να θεωρείται εκτεταμένη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η ροή του νομίσματος συγκεντρωνόταν κυρίως στα ανώτερα οικονομικά στρώματα των πόλεων, διαμορφώνοντας έτσι μια άνιση κατανομή του πλούτου. Η βασικότερη μορφή οικονομίας που κυριαρχούσε μέχρι τότε και συνέχισε να κυριαρχεί ήταν η κλειστή (ή ημίκλειστη) αγροτική οικονομία στην ύπαιθρο που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην αυτάρκεια και δεν είχε κάποιο ουσιαστικό όφελος από αυτές τις εξελίξεις. Πρέπει άλλωστε να λαμβάνεται υπόψιν ο παράγοντας της επικοινωνίας, όχι μόνο στην θάλασσα, αλλά και στην ξηρά (π.χ., η Σαρδηνία, η Κορσική και η Σικελία, βρίσκονται πλησίον λιμανιών με εμπορική κίνηση, αλλά ήταν στο περιθώριο της αυτής της εμπορικής κίνησης και υπήρχε απουσία οδικού δικτύου στην ενδοχώρα). Από τον 16ο αιώνα, οι απότομες εισροές χρυσού και αργύρου από τον Νέο Κόσμο προκάλεσαν ραγδαία άνοδο στις τιμές των εμπορευμάτων, ένα φαινόμενο που σήμερα αποκαλούμε πληθωρισμό. Η μαζική εισροή ενός πολύτιμου μετάλλου οδηγεί στη μείωση της αξίας του. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι ο χρυσός και το ασήμι δεν συνυπάρχουν απλώς ως ένα ενιαίο απόθεμα πολύτιμων μετάλλων, αλλά βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και ανταγωνισμό μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η απότομη εισροή χρυσού μπορεί να προκαλέσει πτώση της αξίας του σε σχέση με το ασήμι, ενώ αντίστοιχα, η απότομη εισροή ασημιού μπορεί να μειώσει την αξία του σε σχέση με τον χρυσό. Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πολύτιμων μετάλλων αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στις αποστολές από τον Νέο Κόσμο προς την Ισπανία. Η ισπανική κυβέρνηση προσπάθησε να ελέγξει αυστηρά την εισαγωγή και εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων, επιδιώκοντας να διατηρήσει τον πλούτο της Αμερικής εντός του οικονομικού της συστήματος. Ωστόσο, παρά τους περιορισμούς, τα μέταλλα συνέχισαν να διαρρέουν και να κυκλοφορούν παγκοσμίως, οδηγώντας σε συνεχή μείωση της αξίας τους. Η αυστηρή πολιτική ελέγχου της Ισπανίας είχε ως αποτέλεσμα 9 την άνθιση της λαθραίας εξαγωγής πολύτιμων μετάλλων με προέλευση από τον Νέο Κόσμο. Με άλλα λόγια, αυτό που τελικά έκανε την Ισπανία φτωχή ήταν ο ίδιος της ο πλούτος. Από τον 15ο αιώνα, που ο Βασιλιάς Φερδινάνδος ένωσε υπό το στέμμα του τα Βασίλεια Καστίλης και Αραγωνίας, σχηματίζοντας το Βασίλειο της Ισπανίας, ως ένθερμος καθολικός, εκδίωξε τον εβραϊκό και μουσουλμανικό πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε στην απώλεια της αστικής τάξης. Ως αποτέλεσμα, ο χρυσός και το ασήμι που εισέρρεαν αργότερα στην Ισπανία δεν παρέμεναν στη χώρα, αλλά εξάγονταν κυρίως μέσω του εμπορίου για την κάλυψη των αναγκών σε σιτηρά και, κυρίως, για τη χρηματοδότηση των πολέμων του 16ου αιώνα, όπως εκείνων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Ολλανδία και την Αγγλία. Ο ισπανικός χρυσός και άργυρος διοχετεύονταν μέσω του εμπορίου προς δύο βασικές κατευθύνσεις. Πρώτον, προς τις Κάτω Χώρες οι οποίες, αν και βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του ισπανικού στέμματος, από τα τέλη του 16ου αιώνα ουσιαστικά ανεξαρτητοποιήθηκαν. Κατά τον 16ο αιώνα, μεγάλες ποσότητες ασημιού από τον Νέο Κόσμο κατέληγαν στην Αμβέρσα, ένα σημαντικό οικονομικό κέντρο, όπου το 1531 ιδρύθηκε χρηματιστήριο. Από την Αμβέρσα, η Ισπανία εισήγαγε εμπορεύματα, όπως όπλα και πυρίτιδα από τη βόρεια και κεντρική Ευρώπη, ενώ τα ισπανικά χρήματα που έφταναν στην Αμβέρσα διακινούνταν σε ολόκληρη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, καθώς και στην Αγγλία, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην οικονομία της εποχής. Δεύτερον, από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, ξεκίνησε μια αντίστοιχη διαρροή πολύτιμων μετάλλων προς τις ιταλικές εμπορικές πόλεις, κυρίως τη Γένοβα. Η απουσία μιας ισχυρής αστικής τάξης στην Ισπανία, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό που προκλήθηκε από τη μείωση της αξίας των πολύτιμων μετάλλων, είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες. Ο χρυσός και το ασήμι δεν παρέμεναν στη χώρα, οδηγώντας την Ισπανία όχι μόνο σε έλλειψη ρευστότητας, αλλά και σε επαναλαμβανόμενες χρεοκοπίες. Η μεγάλη έλλειψη ρευστότητας στις μεσογειακές αγορές οδήγησε στην μεγάλη αύξηση συναλλαγματικών που εμφανίστηκαν από τον ύστερο Μεσαίωνα (η συναλλαγματική ήταν μια γραπτή εντολή πληρωμής που χρησιμοποιούνταν κυρίως στο διεθνές εμπόριο για τη μεταφορά χρημάτων μεταξύ πόλεων και χωρών και μπορούσε να εκδοθεί από έναν έμπορο ή τραπεζίτη και να εξοφληθεί σε μια καθορισμένη ημερομηνία σε άλλη πόλη ή χώρα). 10 Η Γένοβα είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό ρυθμιστικό κέντρο αυτού του είδους της διακίνησης του χρήματος. Όπως το χρυσό και το ασήμι είχαν σχέση ανταγωνιστική μεταξύ τους, το ίδιο ίσχυε και μεταξύ χρημάτων σε νόμισμα και συναλλαγματικών. Είχαν μια σχέση δηλαδή αντιστρόφων ανάλογη. Όταν δηλαδή υπήρχε αφθονία χρήματος σε νόμισμα, ο δανεισμός – δηλαδή η έκδοση και πώληση συναλλαγματικών – μειώνονταν. Αντίθετα, όταν το χρήμα σε νόμισμα ήταν σπάνιο, περισσότερες συναλλαγματικές γίνονται διαθέσιμες, δίνοντας την ευκαιρία στους δανειστές να τις αγοράσουν σε χαμηλότερη τιμή: (π.χ., εάν ο Φίλιππος Β΄ είχε ανάγκη για χρήμα σε νόμισμα και ανέμενε άφιξη πλοίου με ασημένια νομίσματα από τις ισπανικές αποικίες, μπορούσε να εκδώσει συναλλαγματικές αξίας 100 δουκάτων και να τις πωλήσει σε έναν Γενοβέζο τραπεζίτη για 90 δουκάτα η καθεμία. Με αυτόν τον τρόπο, ο Φίλιππος δανειζόταν 90 δουκάτα και θα επέστρεφε στον Ιταλό τραπεζίτη 100 δουκάτα αργότερα, κερδίζοντας ο τελευταίος 10 δουκάτα από την αγορά της συναλλαγματικής, δηλαδή της υπόσχεσης για την καταβολή των 100 δουκάτων). Οι συναλλαγματικές ήταν ένας ακόμα τρόπος διαρροής χρυσού και ασημιού από την Ισπανία, από τη στιγμή που οι βασιλιάδες της Ισπανίας δεν πήραν την πρωτοβουλία ίδρυσης τράπεζας στο κράτος τους (π.χ., Το 1583, ο Πήτερ βαν Αουντερχέστε, σύμβουλος του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, μάταια προσπαθούσε να πείσει τον τελευταίο να ανοίξει μια τράπεζα στην Ισπανία). Τέλος, η ανακάλυψη των νέων εμπορικών διαδρομών και του Νέου Κόσμου οδήγησε στη διαμόρφωση ενός νέου είδους διαμετακομιστικού εμπορίου, γνωστού ως τριγωνικό εμπόριο, που συνέδεε τις δύο ακτές του Ατλαντικού. Το τριγωνικό εμπόριο ακολουθούσε μια συγκεκριμένη διαδρομή. Ένα πλοίο ξεκινούσε από την Ευρώπη, φορτωμένο με εμπορεύματα όπως όπλα (π.χ., μουσκέτα), ρούμι, υφάσματα, διακοσμητικά αντικείμενα, μεταλλικά προϊόντα, έπιπλα και άλλα κατασκευασμένα αγαθά. Πρώτος σταθμός του ταξιδιού ήταν οι δυτικές ακτές της Αφρικής, όπου οι Ευρωπαίοι έμποροι αντάλλασσαν αυτά τα προϊόντα με σκλάβους, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί από Αφρικανούς φυλάρχους. Στη συνέχεια, το πλοίο κατευθυνόταν προς τις ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής και την Καραϊβική. Εκεί, οι σκλάβοι πωλούνταν για να εργαστούν στις φυτείες ζάχαρης και βαμβακιού των Ευρωπαίων αποίκων, ενώ οι έμποροι αντάλλασσαν το ανθρώπινο δυναμικό με αποικιακά προϊόντα όπως βαμβάκι, ζάχαρη και καπνό, τα οποία παραγόταν στις φυτείες της 11 περιοχής. Ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού ήταν η επιστροφή στην Ευρώπη, όπου τα αποικιακά προϊόντα πωλούνταν και ανταλλάσσονταν με νέα εμπορεύματα, ξεκινώντας ξανά τον εμπορικό κύκλο. Αν το ταξίδι ολοκληρωνόταν χωρίς απρόοπτα, όπως καταιγίδες ή επιθέσεις πειρατών, ο έμπορος μπορούσε να τριπλασιάσει το κεφάλαιό του μέσω αυτής της «τριγωνικής» εμπορικής διαδρομής. Ενδεικτική βιβλιογραφία Fernand Braudel, Η Μεσόγειος: ο χώρος και η ιστορία, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 1990. Fernand Braudel, Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β' της Ισπανίας (Τόμος B΄), Αθήνα: ΜΙΕΤ 1997. Norman Davies, Europe, A History, London: Pimlico 1997. William Woodruff, Μια σύντομη ιστορία του σύγχρονου κόσμου. Οι παγκόσμιες σχέσεις από το 1500 μέχρι σήμερα, Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2024. 12